Σας στέλνω ένα απόσπασμα από το βιβλίο “Το Όρος Τη Σιωπής” που μου έκανε εντύπωση.
Από την μικρή αυτή ιστορία συμπεραίνουμε ότι η εφαρμογή και μόνο της πρώτης εντολής μπορεί να μας κάνει άγιους και άξιους δούλους της βασιλείας του Θεού.
«Θ’ αγαπήσεις τον Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη την διάνοιά σου» (Μτ 22,37).
Γιατί με την αληθινή εφαρμογή της πρώτης εντολής συνεπάγονται και οι άλλες εννέα, δηλαδή η πρώτη εντολή είναι όλες οι εντολές μαζί και όλες οι εντολές μαζί είναι η πρώτη.
Είναι σαν να βάζουμε εντολές στις μητέρες πώς να μεταχειρίζονται τα παιδιά τους με πρώτη εντολή «αγάπα το παιδί σου με όλη την καρδία σου» και μετά ακολουθούν οι εντολές «όταν το παιδί σου πεινά να το ταΐζεις», «όταν αρρωστά να το παίρνεις στο γιατρό», «να το λούζεις», «να το ντύνεις», «να το φροντίζεις» και ούτω καθεξής.
Αυτό έκαναν και οι τρεις ερημίτες της ιστορίας που θα διαβάσετε πιο κάτω, αγάπησαν το Θεό με όλο τους το είναι.
Ο θεός μαζί σας.
Ο επίσκοπος ταξίδευε με πλοίο, μαζί με άλλους προσκυνητές, και πήγαινε από τον Αρχάγγελο στο μοναστήρι του Σολοβέτσκ. Στο ταξίδι άκουσε κάποιες φήμες ότι σε ένα άγνωστο νησάκι στο δρόμο τους υπήρχαν τρείς γέροντες ερημίτες, οι οποίοι είχαν περάσει όλη τη ζωή τους προσπαθώντας να σώσουν την ψυχή τους. Αυτό κίνησε την περιέργεια του επισκόπου, ο οποίος παρακάλεσε τον καπετάνιο να σταματήσει το πλοίο, για να τους επισκεφθεί. Ο πλοίαρχος συμφώνησε απρόθυμα και έριξε άγκυρα κοντά στο νησί. Ο επίσκοπος μπήκε σε μια βάρκα και μερικοί ναύτες τον έβγαλαν κωπηλατώντας στην ακτή. Οι τρείς ερημίτες φορούσαν κουρέλια και είχαν μακριές λευκές γενειάδες μέχρι τα γόνατα. Υποδέχθηκαν τον επίσκοπο κάνοντας βαθιές υποκλίσεις με μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Αυτός τους ευλόγησε και μετά τους ρώτησε τι κάνουν για να σώσουν την ψυχή τους και να υπηρετήσουν τον Θεό. Οι ερημίτες απάντησαν ότι δεν έχουν ιδέα πώς να υπηρετήσουν τον Θεό – απλώς υπηρετούν και βοηθούν ο ένας τον άλλο. Ο επίσκοπος κατάλαβε τότε ότι οι καημένοι οι ερημίτες δεν ήξεραν καν πώς να προσεύχονται, γιατί το μόνο που έκαναν ήταν να σηκώνουν τα χέρια τους προς τον ουρανό και να λένε: «Τρεις εσείς, τρεις κι εμείς, ελεήστε μας». Ο επίσκοπος θεώρησε ότι έχει θρησκευτικό καθήκον να διδάξει στους αμόρφωτους ερημίτες την Κυριακή προσευχή. Αυτοί όμως δυσκολεύονταν να την μάθουν και χρειάστηκε να τους κάνει μάθημα ολόκληρη την ημέρα. Εντέλει το σούρουπο, πριν επιστρέψει ο επίσκοπος στο πλοίο, τους έκανε ένα απλό μάθημα χριστιανικής θεολογίας.
Όμως προς το ηλιοβασίλεμα, καθώς το πλοίο έφευγε από το νησί, οι επιβάτες είδαν από μακριά ένα θέαμα που τους γέμισε δέος. Οι τρείς ερημίτες έτρεχαν πάνω στο νερό σαν να ήταν στερεό έδαφος. Όταν πλησίασαν στο πλοίο, παρακάλεσαν τον επίσκοπο να τους θυμίσει πάλι την Κυριακή προσευχή, γιατί – οι καημένοι! – την είχαν ξεχάσει κιόλας. Ο επίσκοπος σταυροκοπήθηκε με δέος και είπε στους ερημίτες να συνεχίσουν να λένε τη δική τους προσευχή, γιατί δεν τους χρειάζονται μαθήματα. Μετά υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στους γέροντες και τους ζήτησε να προσευχηθούν γι’ αυτόν. Οι ερημίτες γύρισαν πάλι στο νησί τους τρέχοντας πάνω στη θάλασσα. «Και ένα φως έλαμπε μέχρι τα χαράματα στο σημείο όπου είχαν χαθεί».
Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου