Σαν σήμερα πριν από 22 χρόνια κοιμήθηκε ο μακαριστός γέροντας Σίμων Αρβανίτης. Ο π. Σίμων γεννήθηκε το 1901 ανήμερα της Πρωτοχρονιάς στο χωριό Κουκουβάουνες Αττικής (σημερινή Μεταμόρφωση Αττικής). Όλοι ήθελαν να πάρει το όνομα Βασίλειος. Τελικά όμως πήρε το όνομα της γιαγιάς του Παναγιώτας και έτσι ονομάστηκε Παναγιώτης. Ήταν ένα χαριτωμένο παχουλό αγοράκι κατάξανθο με μάτια γαλανά. Στο χωριό τον αγαπούσαν όλοι. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αλλά πολύ καλοί, απλοί, άκακοι, φιλόξενοι άνθρωποι και το πιο σημαντικό ευσεβείς. Είχε 3 αδέλφια τον Ιωάννη, το Δημήτριο και τον Κωνσταντίνο. Όλα τα παιδιά αποδειχτήκαν ευλογημένα, το καθένα στολισμένο με εξαιρετικές αρετές, χαρίσματα και καλοσύνη. Ο αδελφός του Κωνσταντίνος αναδείχτηκε πρωταθλητής στίβου.
Ο Παναγιώτης (γέροντας) μεγαλώνοντας βοηθούσε τον πατέρα του, συμβάλλοντας κι αυτός με τον τρόπο του στην οικονομία του σπιτιού. Δούλεψε πλανόδιος μανάβης σε κτήματα, σε χωράφια, σε αμπέλια και περιβόλια. Δεν φοβόταν τη δουλειά και είχε τρομερή σωματική δύναμη. Μόλις καθόταν να ξεκουραστεί διάβαζε βιβλία για το Χριστό τα οποία είχε πάντα στην τσέπη του. Η μελέτη ήταν η ζωή του. Τα Σάββατα πήγαινε στα ξωκλήσια, προσευχόταν και μελετούσε. Γύριζε σπίτι την Κυριακή βράδυ και μόνο τότε έτρωγε. Έμενε όλο το 24ωρο νηστικός. Ο έντιμος χαρακτήρας του γέροντα διαφάνηκε και στο στρατό όπου ο λοχαγός του ανάθεσε την υπηρεσία του αποθηκάριου.
Ο γέροντας επισκεπτόταν συχνά το Άγιο Όρος και του άρεσε να κάνει μεγάλες πορείες. Μια φορά ξεκίνησε από την Αθήνα και πήγε με τα πόδια στην Ουρανούπολη. Εκεί έβαλε τα ρούχα του στην πλάτη του και πήγε στο Άγιο Όρος κολυμπώντας. Μια άλλη φορά στα Καυσοκαλύβια, συνάντησε τον μητροπολίτη Νεκτάριο Κεφαλά, τον μετέπειτα άγιο Νεκτάριο, και όταν πήγε να πάρει την ευχή του ο άγιος τον κράτησε από το χέρι και του είπε ότι θα γίνει πνευματικός και θα σώσει πολλές ψυχές. Το 1925 αποφασίζει με 2 φίλους του να φύγουν κρυφά με σκοπό να ασκητέψουν. Πήγαν στην Εύβοια, βρήκαν μια σπηλιά και κλείστηκαν μέσα. Δεν είχαν πάρει μαζί τους τίποτα εκτός από το Ευαγγέλιο. Οι φίλοι του δεν άντεξαν και έφυγαν. Ο Παναγιώτης αναχώρησε και πήγε περπατώντας στο μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους στη Λεύκα Αυλωναρίου με σκοπό να μονάσει εκεί. Οι γονείς του και ιδιαίτερα η μητέρα του που τον αγαπούσε υπερβολικά ξέσπασαν σε θρήνους για την εξαφάνιση του. Πίστεψαν ότι ο Παναγιώτης χάθηκε και του έκαναν μνημόσυνο. Ασκήτευε στην σπηλιά του αγίου Γρηγορίου, όπου πηγάζει αγίασμα και προσευχόταν νύχτα-μέρα. Όταν ο μητροπολίτης πληροφορήθηκε γι’ αυτόν από ανθρώπους που πήγαιναν στην σπηλιά για αγίασμα και έμαθε για την αυστηρή του άσκηση, τον αναζήτησε και τον έκανε αμέσως μοναχό στο μοναστήρι του αγίου Χαραλάμπους με το όνομα Σίμων. Ο π. Σίμων όμως και πάλι κλείστηκε σε μια σπηλιά και δεν έτρωγε τίποτα. Τον εύρισκαν πολλές φορές οι βοσκοί εξαντλημένο από την πείνα, πεσμένο στο έδαφος και τον πήγαιναν στο μοναστήρι, αλλά εκείνος πάλι έφευγε. Ο ίδιος αργότερα έλεγε: «Στην σπηλιά του αγίου Γρηγορίου έπινα ένα ποτήρι του κρασιού αγίασμα μετά την δύση του ηλίου επί τριάντα μέρες. Είχε φύγει όλο το σώμα μου. Ζύγιζα γύρω στα τριάντα κιλά». Τελικά επενέβη ο Μητροπολίτης πού τον υποχρέωσε να μείνει στο μοναστήρι. Διακόνημά του ήταν να καλλιεργεί τους κήπους και με την μεγάλη του σωματική δύναμη εντυπωσίαζε τους πάντες. Όταν εργαζόταν στους κήπους είχε βοηθό του ένα παιδί, το οποίο αρρώστησε βαριά. Όταν το είπαν στον π. Σίμωνα παράτησε το τσαπί και έφυγε για να προσευχηθεί στο βουνό. Δεν προχώρησε όμως πολύ και οι πατέρες του φώναξαν να γυρίσει πίσω, γιατί το παιδί είχε γίνει καλά. Ήταν ένα πρώτο δείγμα της αποτελεσματικότητας της προσευχής του Γέροντα.
Ο μητροπολίτης βλέποντας τις αρετές του τον χειροτόνησε ιερέα παρά τις αντιρρήσεις του το 1936 και τον έστελνε σε διάφορες εκκλησίες για την Θ. Λειτουργία. Ο κ. Δ. Κουλουρίδης διηγείται ότι στο χωριό του το Κληματάρι Ευβοίας έστελναν συχνά τον π.Σίμωνα για την Θ. Λειτουργία. Τον χειμώνα όμως, το χιόνι ήταν τόσο πυκνό πού τον απέκλειε καταμεσίς του δρόμου. Όταν οι χωρικοί έβλεπαν ότι δεν έχει φτάσει ο ιερέας, τον αναζητούσαν και τον έβρισκαν κάτω από το χιόνι, με τα χέρια ψηλά να προσεύχεται. Όσο και αν ξεπάγιαζε και αν δυσκολευόταν να συνέλθει από το κρύο δεν άφηνε τα χωριά χωρίς Θ. Λειτουργία και πήγαινε πάλι την άλλη Κυριακή παρά τους πάγους και τα χιόνια.
Το 1942 εστάλη στην Μονή Μεταμορφώσεως ως πνευματικός. Εκεί κοντά βρίσκεται το εκκλησάκι των Ταξιαρχών. Το 1943 συνέβη ένα συγκλονιστικό θαύμα την παραμονή των Ταξιαρχών. Είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου για την εορτή σε μια εποχή πού όλους τους θέριζε η πείνα λόγω της Κατοχής. Ο Γέροντας, όταν είδε τόσο κόσμο μαζεμένο για την αγρυπνία, είπε να ετοιμάσουν φαγητό. Υπήρχε μόνο ένα τσουβάλι κρεμύδια και έδωσε εντολή να τα καθαρίσουν όλα, ενώ εκείνος άρχισε να προσεύχεται. Ξαφνικά ένας μεγάλος λαγός σαν αρνί κατέβηκε από το βουνό και μπήκε μέσα στο μαγειρείο μόνος του. Έτσι, θαυματουργικά εξασφαλίστηκε τροφή για όλο τον κόσμο και περίσσεψε και για το μοναστήρι.
Το 1945 ξεκινά να έχει πρόβλημα με την όραση του. Το φως του ελαττώθηκε σημαντικά και δεν έβλεπε καλά. Εν τω μεταξύ η οικογένεια του μαθαίνει ότι τελικά ζει ο π. Σίμων. Αναλαμβάνει καθήκοντα στην ενορία της Αγίας Βαρβάρας στη Λυκόβρυση. Η Αγία Βαρβάρα παρουσιάζεται μπροστά του ολοζώντανη και του ζητά να κτίσει την εκκλησία της με την βοήθεια της. Έτσι ξεκινά ένας μεγάλος αγώνας για το κτίσιμο της. Με αυτό τον τρόπο θα συμμάζευε τον κόσμο της περιοχής και θα τον προστάτευε από την αμαρτία. Ο π. Σίμων αγωνιζόταν με κάθε τρόπο πνευματικό και είχε ως σημαντικό όπλο του την νηστεία και την προσευχή. Όλη τη μέρα εξομολογούσε και μόλις έβρισκε την παραμικρή ευκαιρία πήγαινε και βοηθούσε στην οικοδομή. Όλος ο κόσμος τον θαύμαζε. Όταν τελείωσε το κτίσιμο του Ιερού Ναού της Αγίας Βαρβάρας υπέβαλε την παραίτηση του και το 1965 γυρίζει στη Αθήνα να βρει μέρος για να ιδρύσει μοναστήρι. Ύστερα από επίμονη αναζήτηση χώρου για ίδρυση μοναστηριού ο Γέροντας κατέληξε στο εξωκκλήσι του αγίου Παντελεήμονα στην Πεντέλη, πού ανήκε στην Μονή Πετράκη. Αφού εξασφάλισε την συγκατάθεση του ηγουμένου της Μονής Πετράκη Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, άρχισε το κτίσιμο ενός κελλιού, ενός αχυρώνα και ενός φούρνου δίπλα στο υπάρχον εκκλησάκι. Όμως ο διάβολος πολέμησε την ίδυση του μοναστηριού. Φανερώθηκε στον Γέροντα και του είπε ότι θα τον πολεμήσει μέχρι τέλους και δεν θα τον αφήσει να στεριώσει το μοναστήρι. Πράγματι οι βοσκοί της περιοχής απείλησαν τον Γέροντα με τις γκλίτσες τους λέγοντας ότι ο τόπος ήταν δικός τους. Η υπόθεση πήγε στο δικαστήριο όπου ο Γέροντας δικαιώθηκε. Ο εργολάβος της οικοδομικής δραστηριότητας και συγγενής του Γέροντα, Γιώργος Πανταζής, διηγείται: « Όταν ρίχναμε την πλάκα και ετοιμάσαμε το μισό αστάρωμα διαπιστώσαμε ότι το νερό τελείωσε. Το παίρναμε από το πηγαδάκι, το οποίο άνοιξε ο Γέροντας σε γούρνα πού έβγαζε ελάχιστο νερό. Εκθέσαμε στον π. Σίμωνα το πρόβλημα και αυτός μάς διαβεβαίωσε ότι αφού φάμε το φαγητό πού είχε ετοιμαστεί θα έρθει νερό. Και ενώ ήταν καλοκαιρία, όσο τρώγαμε έπιασε δυνατή βροχή και χαλάζι και γέμισε με νερό ένας λάκος δυόμισι μέτρα βάθος.
Ο γέροντας έγινε γνωστός για το έργο του, την εξομολόγηση και τη διορατικότητα του. Πολύ κόσμος μαζευόταν κοντά του και όλοι τον αγαπούσαν. Η φιλοξενία που πρόσφερε στους ανθρώπους ήταν αβραμιαία. Όλοι οι μοναχοί τον στήριζαν και ιδιαίτερα ο μοναχός Ζωσιμάς ο οποίος έμεινε κοντά του μέχρι το τέλος και του έκλεισε τα μάτια. Ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης από την Εύβοια εκτιμούσε πολύ τον π. Σίμωνα και επισκέφθηκε το μοναστήρι να πάρει την ευχή του. Στην πανήγυρη δε του Αγίου Παντελεήμωνος προσφερόταν φαγητό για πάνω από 2,000 άτομα. Πολλά πράγματα τα προέβλεπε και τα έλεγε πριν καν γίνουν. Ο π. Ζωσιμάς αναφέρει σε ένα από τα βιβλία του πού έχει γράψει για τον Γέροντα:
«Πολλές φορές ενώ κοιμόμουν κοντά του για να τον προσέχω, επειδή δεν έβλεπε πλέον, τον άκουγα να μιλάει. Όταν τον ρωτούσα με ποιόν μιλούσε μου έλεγε:
– Νομίζεις ότι κοιμάμαι; Πολύς κόσμος έρχεται όλη την νύχτα.
Και άλλη φορά μια κυρία μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ επικαλέστηκε τον Γέροντα για κάποιο πρόβλημά της και εκείνος μπήκε στο σπίτι της, της έδωσε την λύση και χάθηκε. Εγώ της είπα ότι δεν είναι δυνατόν να συνέβη αυτό, γιατί κλειδώνω το κελλί το βράδυ και κρατάω το κλειδί ώστε να αναγκάζεται ο Γέροντας να με ξυπνάει και να τον συνοδεύω έξω για να μην χτυπήσει, αφού δεν βλέπει. Τότε ο Γέροντας φωνάζει από το κελλί του:
– Ζωσιμά, εσύ πές ό,τι θέλεις. Εγώ το βράδυ φεύγω απ’ εδώ.
Ένα βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, μου φωνάζει να του φέρω το πετραχήλι. Του το πήγα, το φόρεσε όπως ήταν ξαπλωμένος και άρχισε να προσεύχεται πολλή ώρα. Κατά την μία παρά τέταρτο έφτασε αγριεμένος κάποιος γνωστός μας από την Πεντέλη. Ήταν κυριευμένος από θυμό και φώναζε:
– Θα σκοτώσω άνθρωπο απόψε. Θα κάνω έγκλημα.
Και ο Γέροντας τον έβαλε να σκύψει κάτω από το πετραχήλι για να του διαβάσει την ευχή. Μα ο άλλος διαμαρτυρόταν ότι ήθελε να εξομολογηθεί πρώτα. Και ο Γέροντας του αποκάλυψε ότι δεν χρειαζόταν να του πεί τίποτα, γιατί τα έβλεπε όλα από την ώρα πού άρχισε να μαλώνει στο σπίτι του.
Ο π. Σίμων βοηθούσε οικονομικά οικογένειες, γιάτρευε αρρώστους, συμβούλευε. Ήταν καλός γιατρός της ψυχής αλλά και του σώματος. Όλο έλεγε πως για να είναι ο Θεός μαζί μας πρέπει να προσέχουμε να μην στενοχωρούμε κανένα και να μην κάνουμε παρατηρήσεις στους άλλους. Να έχουμε πίστη στο Θεό. Να αγαπάμε τους φτωχούς και αδύνατους. Να είμαστε δίκαιοι. Να μην μιλάμε γρήγορα, μα πρώτα να σκεφτόμαστε. Να μην τρέχουμε ποτέ στις κρίσεις μας. Να ρωτάμε τον Κύριο “Κύριε τι θέλεις να κάνω;” Να μη χάνουμε τις ελπίδες μας όταν δοκιμαζόμαστε. Να είμαστε συγκεντρωμένοι στην εκκλησία. Να διαβάζουμε βίους Αγίων και ιδιαίτερα τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο (τον αγαπούσε πολύ ο γέροντας). Να μην μιλάμε θυμωμένα. Να μην θυμώνουμε και να μην κατακρίνουμε. Μάλιστα για το θέμα του θυμού είχε κάνει ιδιαίτερο αγώνα και προσευχή ο ίδιος να τον νικήσει. Όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, πήγε να κόψει ξύλα παίρνοντας δανεικό τσεκούρι από τον θείο του. Το διάστημα εκείνο προσευχόταν να κόψει τον θυμό. Συνάντησε στο βουνό τον δασοφύλακα, ο οποίος ζήτησε χρήματα για τα ξύλα πού θα έκοβε, αλλά ο Παναγιώτης -αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Γέροντα- δεν είχε μαζί του. Ο δασοφύλακας ζήτησε ως ενέχυρο το τσεκούρι, αλλά ήταν αδύνατο να το αφήσει αφού ήταν του θείου του και μάλιστα το χρειαζόταν πάλι. Τότε ο δασοφύλακας άρχισε να χτυπάει με ένα χοντρό ξύλο τον Παναγιώτη στην πλάτη, ο οποίος προσευχόταν συνεχώς να μην ανταποδώσει τα χτυπήματα, γιατί με την σωματική δύναμη πού είχε θα μπορούσε, όπως ομολογούσε μετά ο Γέροντας, να του κάνει μεγάλο κακό και να καταλήξει στην φυλακή. Παραδόξως δεν ένιωθε πόνο από τα χτυπήματα παρά το γεγονός ότι φορούσε μόνο ένα λεπτό φανελάκι. Όταν ο δασοφύλακας είδε ότι δέχεται αδιαμαρτύρητα τα χτυπήματα συγκινήθηκε, του ζήτησε συγγνώμη και επιπλέον τον βοήθησε να κόψει όσα ξύλα ήθελε. Όταν ο Παναγιώτης επέστρεψε στο σπίτι και κοίταξε την πλάτη του στον καθρέφτη δεν είχε ούτε γρατσουνιά. Από τότε κανένας δεν τον είδε να θυμώνει ποτέ.
Ο γέροντας μελετούσε συνεχώς. Ήταν πραγματικός απόστολος γεννημένος να οδηγεί τις ψυχές στο Χριστό και στον Παράδεισο. Στο μοναστήρι πήγαιναν καθημερινά άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, πλούσιοι, φτωχοί, πιστοί, άπιστοι, μικροί, μεγάλοι, οι πάντες. Έτρωγε όλος ο κόσμος στο τραπέζι σαν μια οικογένεια. Αυτή η φιλοξενία ήταν αιτία να γίνουν πολλοί, καλοί χριστιανοί. Πολλοί έρχονταν για να βοηθήσουν στις δουλειές του μοναστηριού. Ήταν πόλος έλξης και όποιος τον πλησίαζε μια φορά και έπαιρνε την ευχή του, έμενε για πάντα μαζί του και τον είχε πνευματικό του πατέρα. Παρόλα τα πολλά θαύματα που έκανε ήταν πολύ ταπεινός και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον θεωρούν άγιο.
Σιγά-σιγά η υγεία του καμπτόταν και η όρασή του χάθηκε, ενώ τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του το μέγεθος της οδύνης και του συνεχούς άλγους τον έκαιγε σαν καμίνι φοβερό. Παρουσιάστηκε πρόβλημα στον προστάτη και εισήχθη στο νοσοκομείο. Επί μια εβδομάδα έβγαζε αίμα και πονούσε φοβερά χωρίς όμως να το δείχνει καθόλου. Εξομολογούσε μάλιστα και διάφορα πνευματικά του παιδιά πού έρχονταν γι’ αυτόν τον λόγο. Στην συνέχεια χειρουργήθηκε από σκωληκοειδίτιδα και κήλη. Οι περιπέτειες της υγείας του δεν τελείωσαν.
Προέκυπταν ουρολοιμώξεις, το σώμα του πλήγιασε, είχε αιμορραγίες και όλα αυτά τα υπέμενε αδιαμαρτύρητα. Επειδή οι πόνοι του ήταν αβάστακτοι κρατούσε ένα λαστιχένιο μπαλάκι στην παλάμη του και το έσφιγγε για να μην δείχνει ότι πονάει. Από το σφίξιμο, τελικά, η παλάμη του σάπισε και χρειάστηκε ειδική περιποίηση για να κλείσει η πληγή. Όσο πλησίαζαν οι μέρες προς το τέλος του, μάς προειδοποιούσε για αυτό παίρνοντας την στάση του νεκρού με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος. Στις 4 Μαρτίου 1988 παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο πού τόσο αγάπησε. Η σορός του μεταφέρθηκε στον Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας, την οποία έκτισε και η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονα χοροστατούντος του μητροπολίτου πρώην Κεφαλληνίας Προκοπίου. Τότε κατά το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν…» πραγματοποιήθηκε ένα τελευταίο αξιοθαύμαστο γεγονός . Όταν πήγε ο μητροπολίτης να τον ασπαστεί, ο Γέροντας του πρότεινε το χέρι και εκείνος το ασπάστηκε. Το ίδιο έκανε και στο μοναχό Ζωσιμά. Άλλο θαυμαστό γεγονός ήταν ότι ενώ έκλαιγαν πάνω από το σώμα του ο γέροντας κούνησε το δακτυλάκι του. Επίσης μια κοπέλα που ήταν σκυμμένη πίσω από το φέρετρο ακριβώς πίσω από το κεφάλι του γέροντα άκουσε τη φωνή του να λέει “Εδώ μέσα δεν κλαίνε! Είναι εκκλησία”. Ο λαιμός του ήταν ζεστός.
Ο τάφος του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος στην Πεντέλη και αποτελεί πόλο έλξης πολλών ταλαιπωρημένων ψυχών. Πολλοί προσέρχονται με βαθιά πίστη και έχουμε μαρτυρίες πολλών θαυματουργικών επεμβάσεων του Γέροντα σε ποικίλα προβλήματα. Ο μοναχός Ζωσιμάς έχει γράψει το βίο του σε βιβλίο (Α’ Τόμος) και πάρα πολλά θαύματα που βίωσε ο κόσμος παραθέτονται μέσα στου Τόμους Β’- Ε'.
το διαλάμψαν αρτίως εν τη Πεντέλη αυγαίς,
συμπαθείας και αγάπης προς τους κάμνοντας,
και κατευθύνσεως ψυχών προς λιμένα ουρανών,
τιμήσωμεν κατά χρέος φωσφόρων Σίμωνα,
ύμνοις αυτού πρεσβείας εξαιτούμενοι”
Πηγές: 1) http://vatopaidi.wordpress.com
2) Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης - Η Ζωή και το Έργο του (Α' Τόμος - μοναχού Ζωσιμά)
3) http://clubs.pathfinder.gr
4) http://www.rel.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου