Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Ο Άπ. Ανδρέας ο Πρωτόκλητος (Εορτάζει στις 30 Νοεμβρίου)



Ο Άγιος Ανδρέας γεννήθηκε στην πόλη Βησθαϊδά της Παλαιστίνης. Ήταν αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και γιος ενός φτωχού ψαρά που ονομαζόταν Ιωνάς. Και οι δύο γιοι του Ιωνά, ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά, βοηθώντας τον πατέρα τους.

Κάποια στιγμή ο Άγιος Ανδρέας, έφυγε από το πατρικό σπίτι και έγινε μαθητής του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου. Μετά την σύλληψη του Αγίου Ιωάννη, ο Άγιος Ανδρέας επέστρεψε στην λίμνη Γεννησαρέτ και συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα του, μέχρι την στιγμή που συνάντησε τον Ιησού. Ο Άγιος Ανδρέας ήταν ο πρώτος που κάλεσε ο Χριστός για μαθητή του και γι’ αυτό ονομάζεται Πρωτόκλητος.

Μετά την ημέρα της Πεντηκοστής και αφού έλαβε, όπως και οι υπόλοιποι μαθητές, την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, ξεκίνησε να ταξιδεύει, να διδάσκει τον Λόγο του Κυρίου, να βαπτίζει Χριστιανούς, να χειροτονεί ιερείς και να ιδρύει εκκλησίες. Στα ταξίδια του αυτά, περιόδευσε στην Μικρά Ασία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Θράκη, στην Μακεδονία, στην Θεσσαλία και έφτασε μέχρι την Πελοπόννησο στην Παλαιά Πάτρα.

Στην αρχή των περιοδειών του, ο Άγιος Ανδρέας, βρέθηκε στην πόλη Αμινσό. Οι κάτοικοι της πόλης, κυρίως Εβραίοι και Έλληνες, ήταν φυσικά ειδωλολάτρες (μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε λίγο καιρό μετά την Ανάσταση του Χριστού). Ο Άγιος Ανδρέας φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός Εβραίου και την επόμενη ημέρα επισκέφθηκε την Εβραϊκή Συναγωγή της Αμινσού. Εκεί δίδαξε τον Λόγο του Κυρίου και πολλοί από τους παρευρισκομένους πίστεψαν στον Ιησού και βαπτίσθηκαν Χριστιανοί. Στην πόλη αυτή, ο Άγιος Ανδρέας, ξεκίνησε να κάνει θαύματα, θεραπεύοντας αρρώστους από διάφορες ασθένειες.

Μετά την Αμινσό, σειρά είχε η Τραπεζούντα και κατόπιν η Βιθυνία, όπου ο Άγιος βάπτισε πολλούς Χριστιανούς, ίδρυσε εκκλησίες και χειροτόνησε ιερείς. Συνεχίζοντας, ο Άγιος Ανδρέας, το ιεραποστολικό του έργο, έφτασε στην πόλη Σινώπη. Φτάνοντας εκεί, πληροφορήθηκε ότι στην ίδια πόλη βρισκόταν ο απόστολος Ματθίας, ο οποίος όμως είχε φυλακιστεί από τους ειδωλολάτρες κατοίκους της Σινώπης. Ο Άγιος, μετέβη στην φυλακή και μετά από προσευχή, με θαυμαστό τρόπο, έσπασαν τα δεσμά του αποστόλου Ματθία και άνοιξε η πόρτα του κελιού στο οποίο κρατείτο. Όμως το θαύμα αυτό αντί να πείσει τους ειδωλολάτρες να αλλάξουν πίστη, έφερε το μίσος στην καρδιά τους. Μαινόμενοι οι κάτοικοι της Σινώπης, βασάνισαν τον Άγιο έως ότου νόμισαν ότι είχε ξεψυχήσει. Τότε μόνο σταμάτησαν τα βασανιστήρια και πέταξαν το σώμα του σε ένα σωρό κοπριάς, έξω από την πόλη. Κατά την διάρκεια, μάλιστα, των βασανιστηρίων, έκοψαν ένα δάκτυλο από το χέρι του Αγίου Ανδρέα. Όμως, η Θεία Χάρη του Χριστού, θεράπευσε τον Άγιο από τις πληγές του και στο σημείο του κομμένου δακτύλου, βγήκε νέο. Την επόμενη ημέρα, βλέποντας οι ειδωλολάτρες κάτοικοι της Σινώπης, την θαυματουργή ίαση του Αγίου Ανδρέα, ζήτησαν συγχώρεση και βαπτίσθηκαν Χριστιανοί. Ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα στην πόλη αυτή, μεταξύ των οποίων και η ανάσταση ενός παιδιού.

Ο Άγιος Ανδρέας συνέχισε τις περιοδείες και την διδασκαλία του Θείου Λόγου, ώσπου κάποια στιγμή έφτασε στην πόλη της Αχαΐας την Παλαιά Πάτρα. Άρχοντας της πόλης, εκείνο τον καιρό, ήταν ο Αιγεάτης και γυναίκα του ήταν η Μαξιμίλλα. Ο Άγιος, φθάνοντας στην πόλη, άρχισε να διδάσκει την Χριστιανική πίστη και να κάνει θαύματα θεραπεύοντας διάφορους αρρώστους. Μεταξύ των αρρώστων που θεραπεύτηκαν ήταν και η Μαξιμίλλα. Ο Αιγεάτης, θέλοντας να δείξει την ευγνωμοσύνη του, πρόσφερε στον Άγιο χρυσάφι το οποίο όμως ο Άγιος δεν έκανε δεκτό, λέγοντας ότι δεν θεράπευσε την Μαξιμίλλα για την αμοιβή, αλλά για την χάρη του Ιησού Χριστού. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Άγιος συνέχισε τα θαύματα και την διδασκαλία του Θείου Λόγου στην Παλαιά Πάτρα.

Κάποια στιγμή ο Αιγεάτης έφυγε για την Ρώμη και στην θέση του άφησε τον αδερφό του Στρατοκλή. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Αιγεάτη, ο Άγιος θεράπευσε ένα δούλο του Στρατοκλή, ενώ τόσο η Μαξιμίλλα όσο και ο Στρατοκλής έγιναν Χριστιανοί. Όταν ο Αιγεάτης επέστρεψε στην πόλη, θέλησε η γυναίκα του να ξαναγίνει ειδωλολάτρισσα, πράγμα που η Μαξιμίλλα αρνιόταν πεισματικά. Τότε ο Αιγεάτης, έδωσε εντολή να συλλάβουν τον Άγιο Ανδρέα και να τον κλείσουν στην φυλακή. Εκεί επισκέφθηκαν τον Άγιο η Μαξιμίλλα και ο Στρατοκλής, δέχθηκαν την ευλογία του και ο Στρατοκλής χειροτονήθηκε Επίσκοπος Παλαιών Πατρών.

Το μένος του Αιγεάτη βρήκε διέξοδο στην εντολή σταύρωσης του Αγίου. Κατά την διάρκεια της σταύρωσης του, ο λαός, που τον αγαπούσε πολύ, διαμαρτυρήθηκε και ο Αιγεάτης, φοβούμενος την οργή των κατοίκων της πόλης, έτρεξε να κατεβάσει τον Άγιο από το σταυρό. Ο Άγιος Ανδρέας, δεν του επέτρεψε να το κάνει αυτό και του είπε: «Καλύτερα είναι να σώσεις τον εαυτό σου από τα δεσμά της απιστίας, παρά εμένα από τον σταυρό». Ο Αιγεάτης μετανιώνοντας για το άδικο που είχε πράξει, έδωσε τέλος στην ζωή του πέφτοντας από ένα γκρεμό που ονομαζόταν Υψηλά Αλώνια.

Το σώμα του Αγίου, ενταφίασαν ο Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα στο σημείο, όπου χτίστηκε, μετά από λίγο καιρό, η Επισκοπή Παλαιών Πατρών με έξοδα του Στρατοκλή. Ο δε Στρατοκλής παρέμεινε επίσκοπος έως το τέλος της ζωής του. Ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μετέφερε το λείψανο του Αγίου Ανδρέα στην Κωνσταντινούπολη. Για να εξευμενίσει τους κατοίκους της Πάτρας, που αντιδρούσαν σε αυτήν την μεταφορά, ανέλαβε να διεκπεραιώσει το έργο μεταφοράς νερού στην πόλη από το όρος Βωϊδά. Έτσι η Παλαιά Πάτρα απέκτησε πόσιμο νερό χάρη στον Άγιο Ανδρέα, που είναι πλέον Πολιούχος της Αχαϊκής πρωτεύουσας.

Στον ναό του Αγίου Ανδρέα, που βρίσκεται στην σημερινή Πάτρα, μπορείτε να προσκυνήσετε τον σταυρό, σχήματος Χ, στον οποίο άφησε ο Άγιος την τελευταία του πνοή. Την μνήμη του Αγίου Ανδρέα, εορτάζουμε στις 30 Νοεμβρίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Ανδρέα:
Ως των Αποστόλων πρωτόκλητος, και του κορυφαίου αυτάδελφος, τον Δεσπότην των όλων Ανδρέα ικέτευε, ειρήνην τη οικουμένη δωρήσασθαι, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.

Πηγή: http://www.matia.gr/7/72/7203/7203_3_1.html

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Ο Άγιος Φιλούμενος (Εορτάζει στις 29 Νοεμβρίου)


Ο Άγιος Φιλούμενος κατά κόσμος Σοφοκλής γεννήθηκε στην Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913. Γονείς του ήταν οι Ευσεβείς Γεώργιος και Μαγδαληνή. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον π. Ελπίδιο κατά κόσμον Αλέξανδρος και από μικροί ξεχώριχαν για την αγάπη που είχαν προς τον Θεό και γι’ αυτό από πολύ νωρίς άναψε μέσα τους η επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Το 1927, σε ηλικία μόλις 14 τώ αναχώρησαν και οι δυο για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αφού πήραν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους. Εκεί έμειναν 6 περίπου χρόνια, όταν ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου τους πήρε για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρέθηκαν το 1934, μαθητές στην Σχολή της Αγίας Σιών.
Το 1937 εκάρησαν μοναχοί παίρνοντας ο Σοφοκλής το όνομα Φιλούμενος και ο Αλέξανδρος το όνομα Ελπίδιος. Στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίησαν από το Γυμνάσιο του Πατριαρχείου. Ο π. Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, υπηρετώντας σε άλλους τόπους. Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συνεχή χρόνια, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αφού πέρασε από διάφορες διακονίες μέσα στο Πατριαρχείο και διορίσθηκε σε διάφορες θέσεις υπηρετώντας πάντοτε με ευθύνη και φόβο Θεού και με πολύ αγάπη προς τους αγιοταφίτες πατέρες, στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ όπου υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Εκεί όμως, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους που συνέχεια τον απειλούσαν ότι αν δεν εγκαταλείψει το Φρέαρ και πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο να φύγει, θα τον σκοτώσουν. Εκείνος όμως απαντούσε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το προσκύνημα, αλλά ότι ήταν έτοιμος ακόμα και να μαρτυρήσει, ως πιστός φύλακας αυτού.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακρυά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις».
Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που συνεχίζονται εναντίον του π. Ιουστίνου και του Ιερού Προσκυνήματος. Χιλιάδες ορθόδοξοι καταφθάνουν κατ’ έτος για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια.
Τεμάχιον ιερού λειψάνου του, πετραχήλι του, μαζί με την παρούσα εικόνα ευρίσκονται και εις την Ελλάδα, εις την Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ Τρικόρφου Φωκίδος.

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Άγιος Στυλιανός (Εορτάζει 26 Νοεμβρίου)



Ο Άγιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία και γράφουν οι συναξαριστές ότι είχε αγιάσει ενώ ήδη ήταν στην κοιλιά της μητέρας του. Γεννήθηκε όταν βασίλευε ο Θεοδόσιος ο Μεγάλος και οι γονείς του ήταν πιστοί χριστιανοί και πλούσιοι.

Ο Άγιος Στυλιανός θεώρησε ότι ήταν εγκληματικό αυτός να είναι πλούσιος κι άλλοι να μην έχουν να φάνε και μοίρασε τον πλούτο που είχε στους φτωχούς όταν πέθαναν οι γονείς του. Αποσπάστηκε από τα γήινα και τα μάταια και έγινε μοναχός. Με την επίπονη άσκηση και την σκληραγώγηση του εαυτού του, σύντομα ο Άγιος Στυλιανός ξεπέρασε τους υπόλοιπους μοναχούς. Αργότερα ασκήτευσε στην έρημο σε ένα σπήλαιο, όπου προσευχόταν, μελετούσε τις γραφές και του έφερνε τροφή ένας Άγγελος.

Η φήμη του Αγίου Στυλιανού είχε απλωθεί και πολλοί πιστοί έρχονταν στο σπήλαιο της ερήμου να τον βρουν και να αποκομίσουν ψυχικά και σωματικά οφέλη. Κι αφού έζησε σαν επίγειος άγγελος ο Άγιος Στυλιανός κοιμήθηκε, μα συνεχίσει να θαυματουργεί. Το λείψανό του είχε κατετεθεί μπροστά στο σπήλαιο όπου είχε ασκητεύσει ο Άγιος Στυλιανός και οι πιστοί προσεύχονταν να μεσιτέψει στον Θεό για αυτούς.

Εκείνη την εποχή υπήρχε μια θανατηφόρος ασθένεια που έφερνε τον θάνατο σε όλα τα νήπια. Οι πιστοί γονείς επικαλούνταν με πίστη το όνομα του Αγίου Στυλιανού, ζωγράφιζαν την εικόνα του, και κατάφερναν να γεννούν υγιή παιδιά ή να θεραπεύονται, με τη χάρη του Θεού, τα παιδιά που είχαν ήδη αρρωστήσει.

Ακόμη και στις μέρες μας ο Άγιος Στυλιανός θεωρείται προστάτης των παιδιών και μεσιτεύει αποτελεσματικά στο Θεό ώστε να θεραπευτούν παιδιά από ασθένειες καθώς και η στειρότητα των γυναικών.

Τον βίο του Αγίου Στυλιανού έγραψε πρώτος ο Στυλιανός Ρίκης στις αρχές του 17ου αιώνα. Η Εκκλησία μας τιμάει την μνήμη του Αγίου Στυλιανού του Παφλαγόνος στις 26 Νοεμβρίου.

Το απολυτίκιο του Αγίου Στυλιανού:
Στήλη έμψυχος, της εγκρατείας, στύλος άσειστος, της Εκκλησίας, Στυλιανέ ανεδείχθης μακάριε• ανατεθείς γαρ Θεώ εκ νεότητας, κατοικητήριον ώφθης του Πνεύματος. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Πηγή: http://www.matia.gr/7/72/7203/7203_1_15.html

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου (Εορτάζει 21 Νοεμβρίου)



«…Εάν το δένδρο αναγνωρίζεται από τον καρπό, και το καλό δένδρο παράγει επίσης καλό καρπό, η μητέρα της αυτοαγαθότητος, η γεννήτρια της αιώνιας καλλονής, πως δεν θα υπερείχε ασύγκριτα κατά την καλοκαγαθία από κάθε αγαθό εγκόσμιο και υπερκόσμιο;

Διότι η δύναμη που καλλιέργησε τα πάντα, ο προαιώνιος και υπερούσιος Λόγος, από ανέκφραστη φιλανθρωπία και ευσπλαχνία γιά χάρη μας θέλησε να περιβληθεί τη δική μας εικόνα, για να ανακαλέσει τη φύση πού σύρθηκε στον άδη και να την ανακαινίσει, γιατί είχε παλαιωθεί και να την αναβιβάσει προς το υπερουράνιο ύψος της βασιλείας και θεότητός του.

Και βρίσκει αυτήν την αειπάρθενη η οποία υμνείται από μας σήμερα που γιορτάζουμε την παράδοξη είσοδό της στα άγια των αγίων και την εκλέγει ανάμεσα από όλους ανά τους αιώνες εκλεκτούς και θαυμαστούς και περιβόητους για την ευσέβεια και σύνεση και σε λόγια και σε έργα.

Ήταν αδύνατο η υψίστη και υπεράνω του νου καθαρότης, ο σαρκωθείς Λόγος, να ενωθεί με μολυσμένη φύση, γιατί ένα μόνο πράγμα είναι αδύνατο στο θεό, το να έλθει σε ένωση με ακάθαρτο, πριν αυτό καθαρισθεί. Γι' αυτό και χρειαζόταν κατ' ανάγκη μια τελείως αμόλυντη και καθαρότατη παρθένο για κυοφορία και γέννηση εκείνου που είναι και εραστής της και δοτήρας της καθαρότητας, η οποία και προορίσθηκε και φανερώθηκε και τό σχετικό με αυτήν μυστήριο τελέσθηκε, με πολλά παράδοξα γεγονότα.

Πρώτα η γέννησή της από το ζεύγος που ζητούσε με άσκηση και προσευχή τη λήξη της ατεκνίας τους και έλαβαν την υπόσχεση και συνέλαβαν τη τωρινή Θεομήτωρα. Και επειδή οι πολυάρετοι γονείς της πέτυχαν το ζητούμενο, έσπευσαν να εκπληρώσουν την προς το Θεό υπόσχεσή τους και μετά τον απογαλακτισμό την οδηγούν στο ιερό του Θεού και στον ιεράρχη που ευρίσκετο εκεί, αλλά και αυτή μόνη της με ελεύθερη γνώμη προσήλθε στο Θεό και διέμενε στα άγια των αγίων. Τρεφόταν δε από πάνω με άγγελο με απόρρητη τροφή που δυνάμωνε καλύτερα τη φύση της και τελειοποιούσε τον εαυτό της κατά το σώμα, ώστε το κατάλληλο καιρό να ανοιχθούν οι ουράνιες μονές και να δοθούν για αιώνια κατοίκηση σε όσους πιστεύουν στη παράδοξη γέννα της.

Έχοντας πλέον από τη μητρική ακόμη κοιλιά τέτοια θεία χαρίσματα και φυσικά δώρα, δεν δέχθηκε ούτε καμιά άλλη επίκτητη φύση (διότι έτσι νομίζω ότι πρέπει να ονομάζουμε τα από τους δασκάλους αποκτήματα) να εισφέρει μέσα της φοιτώντας σε δασκάλους. Αντίθετα, αφού παρέδωσε στο Θεό τον ηγεμονικό νου ως υπήκοο σε όλα, εγκατέλειψε δε τελείως τα διδάγματα των ανθρώπων και έτσι δέχθηκε άφθονη την από τα άνω σοφία, στο σημείο της ηλικίας που οι γονείς τοποθετούν τα παιδιά χωρίς τη θέλησή τους ως νήπια κάτω από τη καθοδήγηση νηπιαγωγού και τα παραδίδουν σε γραμματοδιδασκάλους, αυτή παρακάθεται μαζί με το Θεό σε άγια άδυτα σαν θεσπέσια ανάκτορα, ως βασιλικός έμψυχος θρόνος ανώτερος από κάθε έδρα, στολισμένος ολόκληρος με αρετές που πρέπουν σε τέτοιο βασιλέα που κάθεται σε αυτόν.

Μόλις τριών ετών που μόλις είχε αποκοπεί από το θήλασμα και τη δίαιτα της αγκαλιάς δείκνυε το πρέπον σε όσους γνωρίζουν να κρίνουν αλάθευτα. Όταν έφθασε κοντά στα πρόθυρα του ιερού, ενώ νεάνιδες ευγενείς ντυμένες επάξια προς το γένος τους την περιστοίχιζαν κρατώντας λαμπάδες και έτσι με επισημότατη πομπή την προέπεμπαν με ευταξία προς το εσωτερικό, σε αυτό το σημείο φάνηκε ότι αισθανόταν καλύτερα από όλους όσα συμβαίνουν και πρόκειται να της συμβούν. Σεμνή τότε και χαρούμενη και θαυμαστή με το κατάλληλο παράστημα και ήθος και φρόνημα προχωρούσε και έρχεται σε συνάντηση με τον αρχιερέα.

Και αμέσως εγκατέλειψε όλους γονείς, τροφούς, συνομήλικες και αποχωρίσθηκε από τους συναγμένους, μόνη εντελώς, χαρούμενη προχωρεί στον αρχιερέα ο οποίος την εισήγαγε στα άγια των αγίων και έπεισε όλους τους τότε ζώντας να δέχονται το γεγονός αυτό, με τη σύμπραξη και τη συναπόφαση του Θεού. Διότι επρόκειτο να γίνει σκεύος εκλογής, όχι όπως η κιβωτός γεμάτο σκιές και τύπους, αλλά γεμάτο αλήθεια, για να βαστάσει κυοφορώντας εκείνον τον ίδιο, του οποίου το όνομα είναι θαυμαστό. Τι σπουδαίο θαύμα;


Ας δούμε λοιπόν, πως τίθεται τέλος στους τύπους, πως πάνω σε εκείνη ακριβώς τη σκιαγραφία τελετουργείται η μορφή της αλήθειας. Εισήλθε στα πρόσκαιρα άγια των αγίων η παντοτινή αγία των αγίων. Εισήλθε η αχειροποίητη σκηνή του Λόγου, η λογική και έμψυχη κιβωτός του άρτου της ζωής που αληθινά αποστάλθηκε σε εμάς από τους ουρανούς. Εισήλθε η βίβλος της ζωής, που δεν δέχθηκε τύπους λόγου, αλλά τον ίδιο το Λόγο του Πατρός απορρήτως. Σε αυτήν την αληθινή κιβωτό παρίστανται όχι οι τύποι των αγγέλων, αλλά οι ίδιοι οι άγγελοι και το σπουδαιότερο είναι ότι δεν επεσκίαζαν απλά, αλλά διακονούσαν και υπηρετούσαν στη διατροφή. Διατροφή που δεν είναι δυνατό να πούμε ούτε τι ήταν, τόσο ξεπερνούσε σε θαυμασμό και το πολυθρύλητο εκείνο μάννα.

Ο διακομιστής ήταν καθαρό σύμβολο της αγγελικής πολιτείας της Παρθένου σε αυτό το στάδιο της ηλικίας την υπηρετούσε συνεχώς και δεν την επεσκίαζε, υποσχόμενος σε αυτήν το μελλοντικό μεγαλείο. Αυτήν άλλωστε πρόκειτο να επισκιάσει, όχι άγγελος ούτε αρχάγγελος ούτε τα ίδια τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ, αλλά η ίδια η ενυπόστατη δύναμη του Υψίστου. Τούτο μάλιστα δεν είναι επισκίαση αλλά καθαρά ένωση, όχι μόνο στη γαστέρα αλλά και μόρφωση. Και το μορφωμένο από τα δύο, δηλαδή από τη δύναμη του Υψίστου και στη παναγία και παρθενική εκείνη γαστέρα ήταν ο Λόγος Θεού σαρκωμένος.

Πω πω, σε ποιό βάθος μυστηρίου κατεβάσαμε το λογο! Και έτσι ζούσε λοιπόν σαν στο παράδεισο, βίο απαράσκευο, αφρόντιστο, αμέριμνο, αμέτοχο αγενών παθών, ζώντας μόνο για το Θεό, βλεπόμενη μόνο από το Θεό, τρεφόμενη μόνο από το Θεό και γενικά αφιερωμένη συνεχώς στο Θεό.

Ζούσε την ιερά ησυχία, τη στάση του νου και του κόσμου, τη λησμονιά των κάτω, την μύηση των άνω, την απόθεση των νοημάτων προς το καλύτερο, δια της παιδείας από την ησυχία που θεωρούμε μέσα το Θεό. Αφού λύθηκε από κάθε υλικό δεσμό ανυψώθηκε πάνω και από αυτή τη συμπάθεια προς το σώμα της, σύνηψε το νου της με τη προς τον εαυτό στροφή και προσοχή και με τη αδιάλειπτο θεία προσευχή. Και δι' αυτής ερχόμενη τελείως στον εαυτό της και υπερβαίνοντας το πολύμορφο συρφετό των λογισμών, διέκρινε νέα και απόρρητη οδό στους ουρανούς, που θα την έλεγα νοητή σιγή.

Αφού έτσι μυήθηκε στα ανώτατα μυστήρια με αυτές τις ακρότατες θεωρίες και κατά το τρόπο αυτόν ενώθηκε και αφομοιώθηκε με το Θεό, μόνη αυτή στους αιώνες επετέλεσε αυτή την υπερφυά πρεσβεία για χάρη μας και μόνη της την αποπεράτωσε, πραγματοποιώντας το μέγα και το πάνω από το μέγα κατόρθωμα. Διότι δεν έγινε μόνο καθ' ομοίωση Θεού, αλλά και έκαμε το Θεό καθ' ομοίωση ανθρώπου. Και δεν το έκανε αυτό πείθοντάς τον, αλλά και τον κυοφόρησε ασπόρως και τον γέννησε αφράστως, κατά την χάρη από το Θεό (γι' αυτό και προσαγορεύθηκε από τον αρχάγγελο, κεχαριτωμένη).

Ποιος μπορεί να περιγράψει τα μεγαλεία σου, παρθένε; Έγινες Θεομήτωρ, ένωσες το νου με το Θεό, ένωσες το Θεό με τη σάρκα, έκανες το Θεό υιό ανθρώπου και τον άνθρωπο υιό Θεού, συμφιλίωσες τον κόσμο με τον ποιητή του κόσμου. Μας δίδαξες με έργα ότι το θεωρείν δεν προσγίνεται μόνο με αίσθηση ή και λογισμό στους πραγματικούς ανθρώπους (διότι τότε θα ήσαν λίγο μόνο καλύτεροι από τα άλογα), αλλά πολύ περισσότερο με τη κάθαρση του νου και τη μέθεξη της θείας χάριτος, κατά την οποία εντρυφούμε στα θεοειδή κάλλη όχι με λογισμούς, αλλά με άυλες επαφές. Έκαμες τους ανθρώπους ομοδίαιτους με τους αγγέλους, ή μάλλον αξίωσες και μεγαλύτερων βραβείων, αφού συνέλαβες από το άγιο Πνεύμα θεανδρική μορφή και την γέννησες παράδοξα και κατέστησες την ανθρώπινη φύση απορρήτως συμφυή και, θα λέγαμε, ομόθεη με τη θεία φύση.

Ας φυλάττουμε επομένως τη προς το Θεό και προς αλλήλους ενότητα, που έχει εντυπωθεί σ' εμάς από το Θεό θείως, δια των δεσμών της αγάπης. Ας βλέπουμε πάντοτε προς τον άνω γεννήτορα. Ας υψώσουμε άνω προς αυτόν τη καρδιά μας. Ας παρατηρήσουμε το μέγα τούτο θέαμα, τη φύση μας να συνδιαιωνίζει αύλως με το πυρ της Θεότητος, και, αποβάλλοντας τους δερμάτινους χιτώνες, που έχουμε ενδυθεί από τη παράβαση, ας σταθούμε σε αγία γη, αναδεικνύοντας ο καθένας μας τη δική του γη αγία δια της αρετής και της προς το Θεό σταθερής αφοσιώσεως, να φωτισθούμε και φωτιζόμενοι να συνδιαιωνίσουμε σε δόξα της τρισηλίας Θεότητος που πρέπει κάθε δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνηση τώρα και στους ατέλειωτους αιώνες. Γένοιτο...».
(απόσπασμα από τις Πατερικές εκδόσεις
«Γρηγόριος ο Παλαμάς», τόμος 11ος).

Πηγή: http://www.xfe.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=380

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Ο Άγιος Νεκταριος (Εορτάζει στις 9 Νοεμβρίου)


Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως γεννήθηκε την Τρίτη 1 Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της Τουρκοκρατούμενης Θράκης, από ευσεβείς και φτωχούς γονείς -τους Δήμο (Δημοσθένη) και Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά. Ο πατέρας του καταγόταν από τα Ιωάννινα, ναυτικός στο επάγγελμα, και η μητέρα του καταγόταν από την Σηλυβρία. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας και είχε πέντε ή έξη αδέρφια: τον Δημήτριο, τον Γρηγόριο, τη Σμαράγδα, τη Σεβαστή, τη Μαριώρα και τον Χαραλάμπη (το όνομα και η ύπαρξη του οποίου εμφανίζονται στην διαθήκη του Αγίου, ενώ κάποιες πηγές τον θέλουν να αντικατέστησε τον Άγιο ως διδάσκαλος στο χωριό Λιθί της Χίου). Κατά την βάπτιση του δε, του δόθηκε το όνομα Αναστάσιος.
Τα πρώτα γράμματα μαζί με χριστιανικές διδαχές τα έλαβε από την μητέρα του. Στη Σηλυβρία τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο. Ήταν ένα ευφυέστατο παιδί με πολύ καλή μνήμη, που έδειξε την διδασκαλική και θεολογική του κλίση από πολύ νωρίς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε ηλικία μόλις επτά ετών, έραβε φύλλα χαρτιού μεταξύ τους με σκοπό να φτιάξει βιβλία για να γράψει σε αυτά τα λόγια του Θεού, όπως ο ίδιος είπε στην μητέρα του.

Κατόπιν μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε στην αρχή σε καπνοπωλείο, τόσο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του όσο και για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκείνο τον καιρό άρχισε να μελετά και να συλλέγει ρητά και αποφθέγματα Αγίων Πατέρων και κλασικών φιλοσόφων, τα οποία αποτέλεσαν το δίτομο βιβλίο «Ιερών και φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα», που εξέδωσε το 1895. Τα συγκέντρωνε όχι μόνο για δική του χρήση αλλά και για να μπορέσει να τα μεταφέρει στους συνανθρώπους του και να τους ωφελήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πλευράς του χαρακτήρα του είναι ότι έγραφε κάποια από αυτά τα γνωμικά στις χάρτινες καπνοσακούλες του καπνοπωλείου, ώστε να τα διαβάσουν και να ωφεληθούν όσοι τις χρησιμοποιούσαν. Η πρακτική αυτή δε, έλυνε και το πρόβλημα της δημοσίευσης τους από εκείνον, ελλείψει χρηματικών πόρων.
Πριν ακόμα συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του, προσελήφθη ως παιδονόμος στο, εν Κωνσταντινούπολη, σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου (διευθυντής του σχολείου αυτού ήταν ο θείος του -από την πλευρά της μητέρας του- Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης) όπου συνέχισε τις σπουδές του, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν διδάσκοντας τις μικρότερες τάξεις.
Την ίδια περίοδο έλαβε χώρα και το πρώτο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου. Ενώ βρισκόταν σε ιστιοφόρο και ταξίδευε για να πάει από την Κωνσταντινούπολη στην ιδιαίτερη πατρίδα του -για να εορτάσει μαζί με την οικογένεια του τα Χριστούγεννα- έπιασε μεγάλη τρικυμία. Με την παραίνεση και τις προσευχές όμως του Αγίου, το πλοίο κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του και έτσι γλύτωσαν την ζωή τους οι συνεπιβάτες του και φυσικά ο ίδιος.

Μετά την Κωνσταντινούπολη ήρθε η σειρά της Χίου να φιλοξενήσει τον «Άγιο του 20ου αιώνα». Στην αρχή εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λιθί, ενώ παράλληλα κήρυττε σε Ιερούς ναούς της περιοχής.
Μετά την πάροδο επτά ετών, εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην «Νέα Μονή», της Χίου, σε ηλικία 27 ετών. Τρία χρόνια αργότερα έγινε μοναχός (στις 7 Νοεμβρίου 1876) και έλαβε το όνομα Λάζαρος, ενώ άρχισε να εργάζεται ως γραμματέας του μοναστηριού. Λίγους μήνες αργότερα (στις 15 Ιανουαρίου 1877) χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατά την χειροτονία του, ήταν που έλαβε το όνομα Νεκτάριος.

Το ίδιο έτος (1877) έφυγε από την Νέα Μονή με άδεια και πήγε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι τα έξοδα των σπουδών του αυτών, κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη -ο Ιωάννης και ο Δημοσθένης Χωρέμης. Στο νησί της Χίου επέστρεψε μετά από τρία έτη, έχοντας στις αποσκευές του το πτυχίο του Γυμνασίου.

Στα τέλη Σεπτέμβρη του 1882 μετέβη στην Αλεξάνδρεια όπου παρουσιάστηκε στον Πατριάρχη Σωφρόνιο και του εξέθεσε την επιθυμία του να συνεχίσει τις σπουδές του, δίνοντας του και μια συστατική επιστολή από τον Ηγούμενο της Νέας Μονής, Νικηφόρο. Ο Σωφρόνιος όντως τον βοήθησε (αναλαμβάνοντας το Πατριαρχείο τα ένα μέρος από τα έξοδα των σπουδών, τα υπόλοιπα τα κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη) θέτοντας του όμως ως όρο μετά το πέρας των σπουδών του, να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και να εργαστεί για το Πατριαρχείο.

Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος, πήρε για άλλη μια φορά τον δρόμο για την Αθήνα όπου γράφτηκε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα. Στην Θεολογική Σχολή διδάχθηκε: Δογματική, Ηθική, Παλαιά Διαθήκη, Εβραϊκά, Καινή Διαθήκη, Ποιμαντική, Πατρολογία, Χριστιανική Αρχαιολογία, Κατηχητική, Συμβολική και Ιστορία Δογμάτων. Την περίοδο των σπουδών του υπηρέτησε ως διάκονος στους ναούς: της Αγίας Ειρήνης (Αιόλου), της Παντάνασσας (Μοναστηράκι) και στου Αγίου Νικολάου (Πευκάκια).

Ήταν τέλη του 1885 ή αρχές του 1886 όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια έχοντας τελειώσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή Αθηνών. Φτάνοντας εκεί ανέλαβε αμέσως καθήκοντα ιεροκήρυκα. Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στον Ναό του Αγίου Σάββα από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ανήλθε στο αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εργάστηκε ως γραμματέας του Πατριαρχείου και κατόπιν ως Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο.

Τον Ιανουάριο του 1889 ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, αναγνωρίζοντας την αξία του Αγίου και βλέποντας την αγάπη με την οποία τον περιέβαλαν οι πιστοί, τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Πενταπόλεως. Ο Άγιος ασκούσε τα καθήκοντα του με ζήλο και υποδειγματικό τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ποίμνιο του να τον αγαπά όλο και περισσότερο, ενώ -στον αντίποδα- κάποιοι στο Πατριαρχικό περιβάλλον άρχισαν να τον συκοφαντούν -ζήλευαν την αγάπη που του είχαν οι χριστιανοί αλλά και το μεγαλείο του χαρακτήρα του.

Οι συκοφάντες έριξαν τους σπόρους τους, κι εκείνοι βρήκαν γόνιμο έδαφος στον υπερήλικο Πατριάρχη και φύτρωσαν. Αποτέλεσμα; Να αφαιρεθούν από τον Άγιο Νεκτάριο τα αξιώματα του, και να του επιτραπεί μόνο να διαμένει στο δωμάτιο του, χωρίς να μπορεί να κινείται στην περιοχή του Καΐρου και στις γύρω κωμοπόλεις. Οι συκοφάντες όμως δεν έμειναν ικανοποιημένοι. Συνέχισαν το βδελυρό τους έργο και έτσι, στις 11 Ιουλίου του 1890 εξεδόθη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας «απολυτήριο», με το οποίο υποχρέωναν τον Άγιο να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, παρόλο που εκείνος είχε συμμορφωθεί απόλυτα και χωρίς διαμαρτυρίες στις εντολές του Σωφρόνιου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «απολυτήριο» δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες της Εκκλησίας -δεν είχε γίνει εκκλησιαστική δίκη- αλλά και δεν του καταβλήθηκαν οι μισθοί που του χρωστούσε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας από την μέρα που χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως έως και την ημέρα που τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από την Αίγυπτο.

Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος πήρε για τρίτη φορά τον δρόμο για την Αθήνα. Οι συκοφάντες είχαν πετύχει το στόχο τους.

Από την στιγμή που έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα, άρχισε να αναζητά κάποια θέση που θα του επέτρεπε να προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες του στους ανθρώπους. Μετά από ένα χρόνο -δύσκολο λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης- διορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος ιεροκήρυκας Ευβοίας, στις 15 Φεβρουαρίου του 1891. Κοντά στους εκεί χριστιανούς έμεινε δυόμιση χρόνια, έως τον Αύγουστο του 1893, όπου μετατέθηκε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Στην νέα του θέση παρέμεινε μόλις μισό χρόνο.

Το ήθος του, ο εξαίσιος χαρακτήρας του, η ευσέβεια του, αλλά και οι πράξεις του, έκαναν το ποίμνιο του να τον αγαπά σαν πατέρα και την φήμη του να εξαπλώνεται συνεχώς. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στα αρμόδια "αυτιά", στην Αθήνα, αποφασίστηκε ο Άγιος Νεκτάριος να διοριστεί διευθυντής της Ριζαρείου σχολής, πράγμα που έγινε τον Μάρτιο του 1894.

Στην διεύθυνση της Ριζαρείου παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτών των ετών έδωσε νέα πνοή στο ίδρυμα και βοήθησε στην εκπαίδευση και την ανάδειξη πλήθους κληρικών και επιστημόνων. Παράλληλα συνέχισε -με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση- το συγγραφικό του έργο. Μια ασχολία που τον συνόδευε από τα νεανικά του χρόνια και που χάρισε σε εμάς πνευματικούς θησαυρούς γεννημένους στο μυαλό και την ψυχή του Αγίου Νεκταρίου.

Τις περισσότερες ώρες της ημέρας εργαζόταν για τις ανάγκες της σχολής και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του τον μοίραζε στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή και στην αγαπημένη του ασχολία: την φροντίδα λουλουδιών και δέντρων.

Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών της σχολής, το καλοκαίρι του 1898, ο Άγιος Νεκτάριος επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου και περιόδευσε στις εκεί μονές για σχεδόν δύο μήνες. Στο διάστημα αυτό μελέτησε εκτενώς τα χειρόγραφα στις βιβλιοθήκες των μονών, προς αναζήτηση υλικού για τις επιστημονικές εργασίες του.

Παράλληλα με τα καθήκοντα του διευθυντού της Ριζαρείου, αναλαμβάνει και φιλανθρωπική δράση συνδράμοντας όσους είχαν ανάγκη σε πνευματικό και υλικό επίπεδο. Η έντονη σωματική και πνευματική δράση εκείνων των ετών, έδρασε αρνητικά την υγεία του Αγίου, ο οποίος αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Τότε ήταν που στο μυαλό του γεννήθηκε η ιδέα της επιστροφής στον μοναστικό βίο και ζήτησε από την Νέα Μονή Χίου το απολυτήριο του, ώστε να μπορέσει να μονάσει όπου ήθελε. Το εν λόγω απολυτήριο εστάλη από την Νέα Μονή στον Άγιο Νεκτάριο στις 24 Νοεμβρίου του 1900.

Όταν κάποια στιγμή ο Άγιος γνωρίστηκε με την Χρυσάνθη Στρογγυλού (μετέπειτα Ηγουμένη Ξένη), μια τυφλή και ευσεβή γυναίκα, μπήκε το πρώτο λιθαράκι για την δημιουργία της μονής στην Αίγινα. Η Χρυσάνθη μαζί με μερικές ακόμα γυναίκες επιθυμούσαν να μονάσουν και αναζητούσαν ένα πνευματικό οδηγό, τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου. Με παραίνεση του άρχισαν να αναζητούν τόπο για την δημιουργία ενός μοναστηριού, και τελικά κατέληξαν σε μια ερειπωμένη μονή -αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και διαλυμένη από το 1834 με διάταγμα των Βαυαρών- στην Αίγινα. Όταν επισκέφθηκε και ο Άγιος τον τόπο εκείνο, αποφασίστηκε να επισκευαστούν τα παλαιά κτήρια της μονής και να ξανατεθεί το μοναστήρι σε λειτουργία. Οι εργασίες για τον σκοπό αυτό ξεκίνησαν το 1904, η δε μονή θα ήταν αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Ο Άγιος από την Αθήνα -ήταν ακόμα διευθυντής στην Ριζάρειο- καθοδηγούσε τις μοναχές και όποτε έβρισκε χρόνο επισκεπτόταν την μονή στην οποία έμελλε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Μετά από τέσσερα χρόνια, έχοντας πλέον αποφασίσει να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Αίγινας και να ασχοληθεί με την οργάνωση του και την πνευματική καθοδήγηση των καλογριών που το στελέχωναν, υπέβαλε την παραίτηση του στο διοικητικό συμβούλιο της Ριζαρείου στις 7 Φεβρουαρίου του 1908. Η παραίτηση έγινε δεκτή από το συμβούλιο, το οποίο τον συνταξιοδότησε -ως ελάχιστη αναγνώριση του έργου του- με το σημαντικό για την εποχή ποσό, των 250 δραχμών το μήνα.
Στη μονή εγκαταστάθηκε μετά το Πάσχα του ιδίου έτους, μιας και παρέμεινε στην θέση του διευθυντή της Ριζαρείου μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης.

Με δικά του έξοδα έκτισε μια μικτή οικία, πλησίον αλλά εκτός της μονής, στην οποία θα κατοικούσε. Αξιοσημείωτο είναι ότι έλαβε ενεργά μέρος στο κτίσιμο, κουβαλώντας χώμα ή λάσπη και σκάβοντας, βοηθώντας τους τεχνίτες. Ποτέ, σε όλη του τη ζωή, δεν θεώρησε κάποια εργασία ανάξια του. Πάντα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, με ιδιαίτερη χαρά, ζήλο και ταπεινοφροσύνη!

Μια υπόθεση στην οποία αφιέρωσε κόπο και χρόνο ήταν αυτή της επίσημης αναγνώρισης της Μονής από την Εκκλησία της Ελλάδος. Αναγνώριση που τελικά επιτεύχθηκε τέσσερα χρόνια μετά την κοίμηση του, και ανακοινώθηκε στις μοναχές με επιστολή του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, στις 15 Μαΐου του 1924.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Άγιος Νεκτάριος έπασχε από χρόνια προστατίτιδα, η οποία του δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Τελικά συμφώνησε στις συστάσεις των γιατρών και ήρθε στην Αθήνα στο Αρεταίειο νοσοκομείο. Εκεί νοσηλεύτηκε -στον 2ο θάλαμο του 2ου ορόφου (ήταν θάλαμος Γ θέσης: απορίας)- για δύο σχεδόν μήνες. Στο πλευρό του, καθ' όλη την διάρκεια της νοσηλείας του, ήταν συνεχώς -και εναλλάσσονταν σε βάρδιες- οι μοναχές Ευφημία και Αγαπία. Τελικά γύρω στα μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Νοεμβρίου του 1920 ανεχώρησε για τους Ουρανούς, σε ηλικία 74 ετών.

Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στην Αίγινα και από το λιμάνι μέχρι την Μονή το μετέφεραν στα χέρια τους οι πιστοί. Όλο το νησί θρηνούσε μα περισσότερο απ' όλους οι μοναχές που έχασαν τον Πατέρα και Οδηγό τους. Το ιερό του σκήνωμα ήδη είχε αρχίσει να αναδίδει ευωδία. Η ταφή του, έγινε στο προαύλιο της Μονής δίπλα στο αγαπημένο του πεύκο.

Όταν μετά από έξη μήνες άνοιξαν το μνήμα για να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα -δωρεά της Ριζαρείου- το σκήνωμα του εξακολουθούσε να ευωδιάζει χωρίς να παρουσιάζει το παραμικρό σημάδι αλλοίωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα το μνήμα ξανανοίχτηκε και το ιερό σκήνωμα του εξακολουθούσε να παραμένει άφθαρτο και ευωδιάζον. Το ίδιο συνέβη και τρία χρόνια μετά την κοίμηση του. Συνολικά το σκήνωμα του παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για είκοσι ολόκληρα χρόνια!

Τριάντα δύο χρόνια, δε, μετά την κοίμηση του έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953, από τον Μητροπολίτη Προκόπιο.

Η επίσημη αναγνώριση του, ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, έγινε το 1961 με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε καθορίστηκε και η 9η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτής του Αγίου Νεκταρίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Νεκταρίου:
Συλληβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον, τον εσχάτοις χρόνοις, φανέντα, αρετής, φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ως ένθεον θεράποντα Χριστού. Αναβλύζει γαρ ιάσεις παντοδαπάς τοις ευλαβώς κραυγάζουσι: Δόξα Τω Σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα Τω Σε θαυματώσαντι, δόξα Τω ενεργούντι δια Σου πάσιν ιάματα.

Πηγή: http://www.agios-nektarios.gr