Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Κύριε των δυνάμεων…

Κύριε των δυνάμεων…

«Κύριε των δυνάμεων μεθ' ημών γενού». Πώς ο Κύριος θα είναι μαζί μας. Ο Χριστός είναι δύναμη.

«Κύριε των δυνάμεων μεθ' ημών γενού…». Άραγε τί θέλουν να πουν αυτά τα λόγια; Κάτι καλό όμως θα είναι και ευχάριστο, για να το παρουσιάσουν οι άγιοι Πατέρες να λέγεται τώρα, αυτές τις ημέρες της άγιας Τεσσαρακοστής. Ποιός βασιλιάς, ποιός εξουσιαστής, ποιός άρχοντας, ποιός ηγεμόνας είναι σε αυτόν τον κόσμο, που δεν έχει εξουσία; Τόση δύναμη έχει ο λόγος του, ώστε εκείνο που θα προστάξει να γίνει αμέσως. Όμως δύναμη πνευματική δεν μπορεί να τους δώσει.

«Κύριε των δυνάμεων μεθ' ημών γενού». Παρακαλούμε τον βασιλέα των ουρανών να μας δώσει κάποια δύναμη πνευματική. Τώρα, αυτές τις ημέρες πολύ σωστά όρισαν οι άγιοι Πατέρες να το λέμε αυτό και να τον παρακαλούμε να έλθει μαζί μας. Έλα εσύ, που είσαι ο εξουσιαστής όλων των δυνάμεων, εσύ που είσαι Κύριος των πάντων, έλα μαζί  μας. Τί να κάνεις; να γίνεις παρήγορός μας, έλα να γίνεις συνήγορός μας, δάσκαλος και ιατρός μας· εσύ που εξουσιάζεις τα πάντα «μεθ' ημών γενού». Τον παρακαλούμε να μας δώσει κάποια δύναμη.

Αυτή όμως η δύναμη απλώς και ως έτυχε δεν έρχεται. Δεν είναι κανένα ρούχο να το φορέσουμε, δεν είναι κανένα πράγμα υλικό, για να το πάρουμε· είναι μία δύναμη πνευματική. Είναι ο ίδιος ο Θεός, τον οποίον παρακαλούμε να έλθει μαζί μας. Είναι πανέτοιμος για να έλθει· είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει τον άνθρωπο, αλλά πρέπει να του ετοιμάσουμε τόπο.

Ποιός είναι αυτός, που έχει τόσες δυνάμεις; είναι αυτός ο Χριστός, που ήλθε και έχυσε το πανάγιό Του αίμα, για να μας εξαγοράσει και να μας δώσει δύναμη, ώστε να πατούμε επάνω «όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Αλλά δεν έρχεται έτσι· πρέπει πρώτα – πρώτα να καταδαμάσουμε τα πάθη μας. Για τούτο οι άγιοι Πατέρες όρισαν να το λέμε τώρα, αυτές τις ημέρες, που είναι η νηστεία· διότι η νηστεία καταδαμάζει τα πάθη. Εάν δεν καταδαμαστούν αυτά, δεν έρχεται ο Θεός.

Ποιό όμως να είναι το μέσον, με το οποίο θα μπορέσουμε να φέρουμε τον Θεό μαζί μας; Πιστεύω ότι το ξέρετε. Το μέσον αυτό, με το οποίο θα φέρουμε τον Θεό μαζί μας, είναι αυτή η συντριβή της καρδίας. Να συντρίψουμε την καρδία μας και να φέρουμε στον εαυτό μας την αγάπη, την ταπείνωση, την υπομονή και επιμονή στο αγαθό, για να μείνει ο Θεός μαζί μας. Δύσκολο όμως είναι. Διότι τα πάθη μας δεν τα δαμάζουμε εύκολα.

Επικαλούμεθα τον Θεόν στο κελλί μας, μέσα στην εκκλησία, κλαίμε, συντρίβουμε τον εαυτό μας, άλλα διάφορα κάνουμε, βγαίνουμε όμως κατόπιν έξω και εκείνα, τα οποία κερδίσαμε, τα δαπανάμε. Πώς; Με το μίσος, την κακία, την πονηρία, με την κρίση, με την κατάκριση και με τα άλλα πάθη, τα οποία πολεμούν καθημερινά τον άνθρωπον. Φωνάζουμε: Κύριε των δυνάμεων έλα μαζί μας… αλλά αυτά απομακρύνουν τη χάρη του Θεού, και δεν έρχεται. Δεν φοβούμεθα το Θεό, αλλά και δεν τον αγαπούμε· ναι έλεγε ο μέγας Αντώνιος, ότι εγώ δεν φοβούμαι τον Θεό, αλλά τον αγαπώ ολοψύχως, διότι η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβο.

Πώς δείχνουμε ότι δεν τον αγαπούμε εμείς; διότι όταν μας τύχει μια προσβολή, δεν υπομένουμε, όταν μας τύχει κάτι που μας παροξύνει, δεν υποκύπτουμε, όταν μας έρχεται να κάνουμε κάτι, το οποίο είναι μισητό ενώπιον του Θεού, δεν το αποφεύγουμε. Ποιόν βλάπτουμε; τη ψυχή μας. Εκεί που θα βλαφτείς, εκεί πηγαίνεις· εκεί που θα σκοτισθεί το μυαλό σου, εκεί τρέχεις. Τί θα κερδίσεις; αντί χαρά, λύπη· αντί ανάπαυση, ταραχή και ανησυχία. Πώς θα έλθει μαζί σου ο Θεός;

Πολλές ημέρες τώρα παρατηρώ έξω που πηγαίνω, ότι έρχονται δύο πέρδικες και καθίζουν εκεί στο παγκάκι· πότε πιό πάνω, πότε πιό κάτω, όλο τις βλέπω να τριγυρίζουν εκεί. Γιατί δεν έρχονταν και άλλοτε; γιατί δεν έρχονταν και τα περασμένα χρόνια, μόνο τώρα κάθε μέρα έρχονται; Διότι βλέπουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Εμείς, αδελφές, δεν βλέπουμε τον κίνδυνο που έρχεται εναντίον της ψυχής μας; Δεν βλέπουμε ότι ο διάβολος γίνεται όργανο, για να απορροφήσει την πνευματική μας δύναμη. Ποιός το σοφίζει αυτό το πουλί; ποιός του έλεγε τόσα χρόνια να μην έρχεται και τώρα δεν φεύγει από εκεί; Κανείς· με τη γνώση του· καταλαβαίνει ότι σ' αυτό  το μέρος θα βρει τη γαλήνη, θα βρει ­την ησυχία. Εμείς είμαστε λογικοί άνθρωποι, αφιερωμένοι στον Θεό. Γιατί να τρέχουμε εκεί που είναι ο κίνδυνος; Γιατί να μην ασπαζόμαστε  τη σιωπή; Γιατί να μην κυνηγούμε την υπακοή; Γιατί να μην έχουμε την αγάπη, την υπομονή, την ομόνοια, με τα οποία θα αποφύγουμε τους κινδύνους και θα φέρουμε τη θεϊκή δύναμη μέσα μας;

Έμενα, μου κάνει εντύπωση αυτό το πράγμα· έκπληκτος γίνομαι· ένα πουλί να καταλαβαίνει τον κίνδυνο! του δίνει σοφία ο Θεός· του δίνει στόχαση, ότι σ' αυτό το μέρος δεν έχει φόβο να βλαφτεί.

Δεν μας φθάνει, αδελφές, να πούμε ότι ήλθαμε στο στάδιο της αγίας Τεσσαρακοστής και εξασφαλιστήκαμε με τη νηστεία που κάνουμε διότι η νηστεία αυτή δεν είναι άλλο παρά μια αλλαγή φαγητών. Άλλη νηστεία να κάνουμε· διότι λέει και το στιχηρό, «νηστεία δεν είναι μόνον η αποχή των βρωμάτων, αλλά εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, καταλαλιάς, ψεύδους…» αυτά να αποφύγουμε, αδελφές. Διότι δεν θα μπορέσουμε να δικαιολογηθούμε τότε ενώπιον του πανδήμου δικαστηρίου και να πούμε ότι δεν τα ξέραμε. Όταν τηρείς λοιπόν αυτά, ευθύς ως θα ειπείς: «Κύριε των δυνάμεων, έλα μαζί μου…» αμέσως ένας άγγελος έρχεται πλησίον σου. Έρχεται και ο διάβολος από πίσω, αλλά ο άγγελος είναι ισχυρότερος. Και να μην πεις ποτέ, ο διάβολος με παρακίνησε και έκανα εκείνο το κακό, ή είδα τον άλλο και παρακινήθηκα και εγώ. Διότι δεν γελιέται ο Θεός· τον άγγελο που σου έδωσε φύλακα και σε φυλάει νύκτα – μέρα, γιατί δεν τον ακούς, αλλά μόνον ακούς τον Σατανά; Δωρεάν μας φυλάει ο άγγελος μέρα και νύκτα. Όμως επειδή αδυνατούμε να κάνουμε το αγαθό, αδυνατεί και ο άγγελος και φεύγει μακριά μας. Αλλά ο διάβολος που μένει πλησίον σου καλό θα σου κάνει; Προσέχετε! διότι η ζημιά είναι μεγάλη και όταν σεις ζημιώνεσθε, η λύπη μου είναι άπειρη. Διότι δεν θέλω να χαθεί καμία σας. Αν χαθώ εγώ, δεν με νοιάζει· αν χαθεί όμως μια από σας, η λύπη μου θα είναι πολύ μεγάλη…

Να προσέχετε! Όπου είναι η δύναμη, εκεί να τρέχετε· να φεύγει κάθε είδος κακίας, το οποίο θα σας φέρει σκότος και ταραχή. Ποιά είναι η δύναμη; ο Χριστός! εκεί να τρέξεις. Σου έτυχε κάτι; τρέξε στη προσευχή, τρέξε στο Χριστό. Και πώς δεν πας στο Χριστό; πώς δεν τρέχεις στη προσευχή; η προσευχή, είναι το πάν, εκεί είναι η δύναμη, εκεί είναι η βοήθεια. Τρέξε λοιπόν στον βοηθό, τρέξε εκεί που υπάρχει δύναμη.

Η προσευχή είναι σαν μία θωράκιση, είναι σαν ένα ισχυρό όπλο και ενίσχυση, για να αποφεύγουμε τον Σατανά και να μη γινόμαστε παιχνιδάκι  του. Από πού έρχεται η δύναμη; από το Χριστό! Ο Χριστός μου είναι δύναμη… τρέξε λοιπόν φώναζε το Χριστό να σε βοηθήσει. Προσπαθήσετε να αγιασθείτε, να φωτιστείτε,… επικαλείσθε τον Χριστό να σας γίνεται βοηθός σε όλα και συνήγορος. Εμείς έχουμε αγγέλους και μας φυλάγουν ο βασιλέας μας, μας έδωσε από έναν άγγελο φύλακα. Λοιπόν αποφεύγετε τον Σατανά· τρέχετε στον Χριστό. Οτιδήποτε σας συμβεί, η παρηγοριά σας να είναι ο Χριστός· εκεί είναι η δύναμη. Θέλω να γίνετε τέκνα του επουρανίου βασιλέως· θέλω να σας δω όλους στη βασιλεία των ουρανών.

(Αγίου Ανθίμου του Χίου, Πνευματικές διδασκαλίες).

 

Πηγη: http://vatopaidi.wordpress.com

Μακαριστός Γέροντας Σίμων Αρβανίτης (Κοιμήθηκε 4 Μαρτίου 1988)



Σαν σήμερα πριν από 22 χρόνια κοιμήθηκε ο μακαριστός γέροντας Σίμων Αρβανίτης. Ο π. Σίμων γεννήθηκε το 1901 ανήμερα της Πρωτοχρονιάς στο χωριό Κουκουβάουνες Αττικής (σημερινή Μεταμόρφωση Αττικής). Όλοι ήθελαν να πάρει το όνομα Βασίλειος. Τελικά όμως πήρε το όνομα της γιαγιάς του Παναγιώτας και έτσι ονομάστηκε Παναγιώτης. Ήταν ένα χαριτωμένο παχουλό αγοράκι κατάξανθο με μάτια γαλανά. Στο χωριό τον αγαπούσαν όλοι. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αλλά πολύ καλοί, απλοί, άκακοι, φιλόξενοι άνθρωποι και το πιο σημαντικό ευσεβείς. Είχε 3 αδέλφια τον Ιωάννη, το Δημήτριο και τον Κωνσταντίνο. Όλα τα παιδιά αποδειχτήκαν ευλογημένα, το καθένα στολισμένο με εξαιρετικές αρετές, χαρίσματα και καλοσύνη. Ο αδελφός του Κωνσταντίνος αναδείχτηκε πρωταθλητής στίβου.

Ο Παναγιώτης (γέροντας) μεγαλώνοντας βοηθούσε τον πατέρα του, συμβάλλοντας κι αυτός με τον τρόπο του στην οικονομία του σπιτιού. Δούλεψε πλανόδιος μανάβης σε κτήματα, σε χωράφια, σε αμπέλια και περιβόλια. Δεν φοβόταν τη δουλειά και είχε τρομερή σωματική δύναμη. Μόλις καθόταν να ξεκουραστεί διάβαζε βιβλία για το Χριστό τα οποία είχε πάντα στην τσέπη του. Η μελέτη ήταν η ζωή του. Τα Σάββατα πήγαινε στα ξωκλήσια, προσευχόταν και μελετούσε. Γύριζε σπίτι την Κυριακή βράδυ και μόνο τότε έτρωγε. Έμενε όλο το 24ωρο νηστικός. Ο έντιμος χαρακτήρας του γέροντα διαφάνηκε και στο στρατό όπου ο λοχαγός του ανάθεσε την υπηρεσία του αποθηκάριου.

Ο γέροντας επισκεπτόταν συχνά το Άγιο Όρος και του άρεσε να κάνει μεγάλες πορείες. Μια φορά ξεκίνησε από την Αθήνα και πήγε με τα πόδια στην Ουρανούπολη. Εκεί έβαλε τα ρούχα του στην πλάτη του και πήγε στο Άγιο Όρος κολυμπώντας. Μια άλλη φορά στα Καυσοκαλύβια, συνάντησε τον μητροπολίτη Νεκτάριο Κεφαλά, τον μετέπειτα άγιο Νεκτάριο, και όταν πήγε να πάρει την ευχή του ο άγιος τον κράτησε από το χέρι και του είπε ότι θα γίνει πνευματικός και θα σώσει πολλές ψυχές. Το 1925 αποφασίζει με 2 φίλους του να φύγουν κρυφά με σκοπό να ασκητέψουν. Πήγαν στην Εύβοια, βρήκαν μια σπηλιά και κλείστηκαν μέσα. Δεν είχαν πάρει μαζί τους τίποτα εκτός από το Ευαγγέλιο. Οι φίλοι του δεν άντεξαν και έφυγαν. Ο Παναγιώτης αναχώρησε και πήγε περπατώντας στο μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους στη Λεύκα Αυλωναρίου με σκοπό να μονάσει εκεί. Οι γονείς του και ιδιαίτερα η μητέρα του που τον αγαπούσε υπερβολικά ξέσπασαν σε θρήνους για την εξαφάνιση του. Πίστεψαν ότι ο Παναγιώτης χάθηκε και του έκαναν μνημόσυνο. Ασκήτευε στην σπηλιά του αγίου Γρηγορίου, όπου πηγάζει αγίασμα και προσευχόταν νύχτα-μέρα. Όταν ο μητροπολίτης πληροφορήθηκε γι’ αυτόν από ανθρώπους που πήγαιναν στην σπηλιά για αγίασμα και έμαθε για την αυστηρή του άσκηση, τον αναζήτησε και τον έκανε αμέσως μοναχό στο μοναστήρι του αγίου Χαραλάμπους με το όνομα Σίμων. Ο π. Σίμων όμως και πάλι κλείστηκε σε μια σπηλιά και δεν έτρωγε τίποτα. Τον εύρισκαν πολλές φορές οι βοσκοί εξαντλημένο από την πείνα, πεσμένο στο έδαφος και τον πήγαιναν στο μοναστήρι, αλλά εκείνος πάλι έφευγε. Ο ίδιος αργότερα έλεγε: «Στην σπηλιά του αγίου Γρηγορίου έπινα ένα ποτήρι του κρασιού αγίασμα μετά την δύση του ηλίου επί τριάντα μέρες. Είχε φύγει όλο το σώμα μου. Ζύγιζα γύρω στα τριάντα κιλά». Τελικά επενέβη ο Μητροπολίτης πού τον υποχρέωσε να μείνει στο μοναστήρι. Διακόνημά του ήταν να καλλιεργεί τους κήπους και με την μεγάλη του σωματική δύναμη εντυπωσίαζε τους πάντες. Όταν εργαζόταν στους κήπους είχε βοηθό του ένα παιδί, το οποίο αρρώστησε βαριά. Όταν το είπαν στον π. Σίμωνα παράτησε το τσαπί και έφυγε για να προσευχηθεί στο βουνό. Δεν προχώρησε όμως πολύ και οι πατέρες του φώναξαν να γυρίσει πίσω, γιατί το παιδί είχε γίνει καλά. Ήταν ένα πρώτο δείγμα της αποτελεσματικότητας της προσευχής του Γέροντα.

Ο μητροπολίτης βλέποντας τις αρετές του τον χειροτόνησε ιερέα παρά τις αντιρρήσεις του το 1936 και τον έστελνε σε διάφορες εκκλησίες για την Θ. Λειτουργία. Ο κ. Δ. Κουλουρίδης διηγείται ότι στο χωριό του το Κληματάρι Ευβοίας έστελναν συχνά τον π.Σίμωνα για την Θ. Λειτουργία. Τον χειμώνα όμως, το χιόνι ήταν τόσο πυκνό πού τον απέκλειε καταμεσίς του δρόμου. Όταν οι χωρικοί έβλεπαν ότι δεν έχει φτάσει ο ιερέας, τον αναζητούσαν και τον έβρισκαν κάτω από το χιόνι, με τα χέρια ψηλά να προσεύχεται. Όσο και αν ξεπάγιαζε και αν δυσκολευόταν να συνέλθει από το κρύο δεν άφηνε τα χωριά χωρίς Θ. Λειτουργία και πήγαινε πάλι την άλλη Κυριακή παρά τους πάγους και τα χιόνια.

Το 1942 εστάλη στην Μονή Μεταμορφώσεως ως πνευματικός. Εκεί κοντά βρίσκεται το εκκλησάκι των Ταξιαρχών. Το 1943 συνέβη ένα συγκλονιστικό θαύμα την παραμονή των Ταξιαρχών. Είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου για την εορτή σε μια εποχή πού όλους τους θέριζε η πείνα λόγω της Κατοχής. Ο Γέροντας, όταν είδε τόσο κόσμο μαζεμένο για την αγρυπνία, είπε να ετοιμάσουν φαγητό. Υπήρχε μόνο ένα τσουβάλι κρεμύδια και έδωσε εντολή να τα καθαρίσουν όλα, ενώ εκείνος άρχισε να προσεύχεται. Ξαφνικά ένας μεγάλος λαγός σαν αρνί κατέβηκε από το βουνό και μπήκε μέσα στο μαγειρείο μόνος του. Έτσι, θαυματουργικά εξασφαλίστηκε τροφή για όλο τον κόσμο και περίσσεψε και για το μοναστήρι.

Το 1945 ξεκινά να έχει πρόβλημα με την όραση του. Το φως του ελαττώθηκε σημαντικά και δεν έβλεπε καλά. Εν τω μεταξύ η οικογένεια του μαθαίνει ότι τελικά ζει ο π. Σίμων. Αναλαμβάνει καθήκοντα στην ενορία της Αγίας Βαρβάρας στη Λυκόβρυση. Η Αγία Βαρβάρα παρουσιάζεται μπροστά του ολοζώντανη και του ζητά να κτίσει την εκκλησία της με την βοήθεια της. Έτσι ξεκινά ένας μεγάλος αγώνας για το κτίσιμο της. Με αυτό τον τρόπο θα συμμάζευε τον κόσμο της περιοχής και θα τον προστάτευε από την αμαρτία. Ο π. Σίμων αγωνιζόταν με κάθε τρόπο πνευματικό και είχε ως σημαντικό όπλο του την νηστεία και την προσευχή. Όλη τη μέρα εξομολογούσε και μόλις έβρισκε την παραμικρή ευκαιρία πήγαινε και βοηθούσε στην οικοδομή. Όλος ο κόσμος τον θαύμαζε. Όταν τελείωσε το κτίσιμο του Ιερού Ναού της Αγίας Βαρβάρας υπέβαλε την παραίτηση του και το 1965 γυρίζει στη Αθήνα να βρει μέρος για να ιδρύσει μοναστήρι. Ύστερα από επίμονη αναζήτηση χώρου για ίδρυση μοναστηριού ο Γέροντας κατέληξε στο εξωκκλήσι του αγίου Παντελεήμονα στην Πεντέλη, πού ανήκε στην Μονή Πετράκη. Αφού εξασφάλισε την συγκατάθεση του ηγουμένου της Μονής Πετράκη Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, άρχισε το κτίσιμο ενός κελλιού, ενός αχυρώνα και ενός φούρνου δίπλα στο υπάρχον εκκλησάκι. Όμως ο διάβολος πολέμησε την ίδυση του μοναστηριού. Φανερώθηκε στον Γέροντα και του είπε ότι θα τον πολεμήσει μέχρι τέλους και δεν θα τον αφήσει να στεριώσει το μοναστήρι. Πράγματι οι βοσκοί της περιοχής απείλησαν τον Γέροντα με τις γκλίτσες τους λέγοντας ότι ο τόπος ήταν δικός τους. Η υπόθεση πήγε στο δικαστήριο όπου ο Γέροντας δικαιώθηκε. Ο εργολάβος της οικοδομικής δραστηριότητας και συγγενής του Γέροντα, Γιώργος Πανταζής, διηγείται: « Όταν ρίχναμε την πλάκα και ετοιμάσαμε το μισό αστάρωμα διαπιστώσαμε ότι το νερό τελείωσε. Το παίρναμε από το πηγαδάκι, το οποίο άνοιξε ο Γέροντας σε γούρνα πού έβγαζε ελάχιστο νερό. Εκθέσαμε στον π. Σίμωνα το πρόβλημα και αυτός μάς διαβεβαίωσε ότι αφού φάμε το φαγητό πού είχε ετοιμαστεί θα έρθει νερό. Και ενώ ήταν καλοκαιρία, όσο τρώγαμε έπιασε δυνατή βροχή και χαλάζι και γέμισε με νερό ένας λάκος δυόμισι μέτρα βάθος.

Ο γέροντας έγινε γνωστός για το έργο του, την εξομολόγηση και τη διορατικότητα του. Πολύ κόσμος μαζευόταν κοντά του και όλοι τον αγαπούσαν. Η φιλοξενία που πρόσφερε στους ανθρώπους ήταν αβραμιαία. Όλοι οι μοναχοί τον στήριζαν και ιδιαίτερα ο μοναχός Ζωσιμάς ο οποίος έμεινε κοντά του μέχρι το τέλος και του έκλεισε τα μάτια. Ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης από την Εύβοια εκτιμούσε πολύ τον π. Σίμωνα και επισκέφθηκε το μοναστήρι να πάρει την ευχή του. Στην πανήγυρη δε του Αγίου Παντελεήμωνος προσφερόταν φαγητό για πάνω από 2,000 άτομα. Πολλά πράγματα τα προέβλεπε και τα έλεγε πριν καν γίνουν. Ο π. Ζωσιμάς αναφέρει σε ένα από τα βιβλία του πού έχει γράψει για τον Γέροντα:

«Πολλές φορές ενώ κοιμόμουν κοντά του για να τον προσέχω, επειδή δεν έβλεπε πλέον, τον άκουγα να μιλάει. Όταν τον ρωτούσα με ποιόν μιλούσε μου έλεγε:

– Νομίζεις ότι κοιμάμαι; Πολύς κόσμος έρχεται όλη την νύχτα.

Και άλλη φορά μια κυρία μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ επικαλέστηκε τον Γέροντα για κάποιο πρόβλημά της και εκείνος μπήκε στο σπίτι της, της έδωσε την λύση και χάθηκε. Εγώ της είπα ότι δεν είναι δυνατόν να συνέβη αυτό, γιατί κλειδώνω το κελλί το βράδυ και κρατάω το κλειδί ώστε να αναγκάζεται ο Γέροντας να με ξυπνάει και να τον συνοδεύω έξω για να μην χτυπήσει, αφού δεν βλέπει. Τότε ο Γέροντας φωνάζει από το κελλί του:

– Ζωσιμά, εσύ πές ό,τι θέλεις. Εγώ το βράδυ φεύγω απ’ εδώ.

Ένα βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, μου φωνάζει να του φέρω το πετραχήλι. Του το πήγα, το φόρεσε όπως ήταν ξαπλωμένος και άρχισε να προσεύχεται πολλή ώρα. Κατά την μία παρά τέταρτο έφτασε αγριεμένος κάποιος γνωστός μας από την Πεντέλη. Ήταν κυριευμένος από θυμό και φώναζε:

– Θα σκοτώσω άνθρωπο απόψε. Θα κάνω έγκλημα.

Και ο Γέροντας τον έβαλε να σκύψει κάτω από το πετραχήλι για να του διαβάσει την ευχή. Μα ο άλλος διαμαρτυρόταν ότι ήθελε να εξομολογηθεί πρώτα. Και ο Γέροντας του αποκάλυψε ότι δεν χρειαζόταν να του πεί τίποτα, γιατί τα έβλεπε όλα από την ώρα πού άρχισε να μαλώνει στο σπίτι του.

Ο π. Σίμων βοηθούσε οικονομικά οικογένειες, γιάτρευε αρρώστους, συμβούλευε. Ήταν καλός γιατρός της ψυχής αλλά και του σώματος. Όλο έλεγε πως για να είναι ο Θεός μαζί μας πρέπει να προσέχουμε να μην στενοχωρούμε κανένα και να μην κάνουμε παρατηρήσεις στους άλλους. Να έχουμε πίστη στο Θεό. Να αγαπάμε τους φτωχούς και αδύνατους. Να είμαστε δίκαιοι. Να μην μιλάμε γρήγορα, μα πρώτα να σκεφτόμαστε. Να μην τρέχουμε ποτέ στις κρίσεις μας. Να ρωτάμε τον Κύριο “Κύριε τι θέλεις να κάνω;” Να μη χάνουμε τις ελπίδες μας όταν δοκιμαζόμαστε. Να είμαστε συγκεντρωμένοι στην εκκλησία. Να διαβάζουμε βίους Αγίων και ιδιαίτερα τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο (τον αγαπούσε πολύ ο γέροντας). Να μην μιλάμε θυμωμένα. Να μην θυμώνουμε και να μην κατακρίνουμε. Μάλιστα για το θέμα του θυμού είχε κάνει ιδιαίτερο αγώνα και προσευχή ο ίδιος να τον νικήσει. Όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, πήγε να κόψει ξύλα παίρνοντας δανεικό τσεκούρι από τον θείο του. Το διάστημα εκείνο προσευχόταν να κόψει τον θυμό. Συνάντησε στο βουνό τον δασοφύλακα, ο οποίος ζήτησε χρήματα για τα ξύλα πού θα έκοβε, αλλά ο Παναγιώτης -αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Γέροντα- δεν είχε μαζί του. Ο δασοφύλακας ζήτησε ως ενέχυρο το τσεκούρι, αλλά ήταν αδύνατο να το αφήσει αφού ήταν του θείου του και μάλιστα το χρειαζόταν πάλι. Τότε ο δασοφύλακας άρχισε να χτυπάει με ένα χοντρό ξύλο τον Παναγιώτη στην πλάτη, ο οποίος προσευχόταν συνεχώς να μην ανταποδώσει τα χτυπήματα, γιατί με την σωματική δύναμη πού είχε θα μπορούσε, όπως ομολογούσε μετά ο Γέροντας, να του κάνει μεγάλο κακό και να καταλήξει στην φυλακή. Παραδόξως δεν ένιωθε πόνο από τα χτυπήματα παρά το γεγονός ότι φορούσε μόνο ένα λεπτό φανελάκι. Όταν ο δασοφύλακας είδε ότι δέχεται αδιαμαρτύρητα τα χτυπήματα συγκινήθηκε, του ζήτησε συγγνώμη και επιπλέον τον βοήθησε να κόψει όσα ξύλα ήθελε. Όταν ο Παναγιώτης επέστρεψε στο σπίτι και κοίταξε την πλάτη του στον καθρέφτη δεν είχε ούτε γρατσουνιά. Από τότε κανένας δεν τον είδε να θυμώνει ποτέ.

Ο γέροντας μελετούσε συνεχώς. Ήταν πραγματικός απόστολος γεννημένος να οδηγεί τις ψυχές στο Χριστό και στον Παράδεισο. Στο μοναστήρι πήγαιναν καθημερινά άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, πλούσιοι, φτωχοί, πιστοί, άπιστοι, μικροί, μεγάλοι, οι πάντες. Έτρωγε όλος ο κόσμος στο τραπέζι σαν μια οικογένεια. Αυτή η φιλοξενία ήταν αιτία να γίνουν πολλοί, καλοί χριστιανοί. Πολλοί έρχονταν για να βοηθήσουν στις δουλειές του μοναστηριού. Ήταν πόλος έλξης και όποιος τον πλησίαζε μια φορά και έπαιρνε την ευχή του, έμενε για πάντα μαζί του και τον είχε πνευματικό του πατέρα. Παρόλα τα πολλά θαύματα που έκανε ήταν πολύ ταπεινός και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον θεωρούν άγιο.

Σιγά-σιγά η υγεία του καμπτόταν και η όρασή του χάθηκε, ενώ τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του το μέγεθος της οδύνης και του συνεχούς άλγους τον έκαιγε σαν καμίνι φοβερό. Παρουσιάστηκε πρόβλημα στον προστάτη και εισήχθη στο νοσοκομείο. Επί μια εβδομάδα έβγαζε αίμα και πονούσε φοβερά χωρίς όμως να το δείχνει καθόλου. Εξομολογούσε μάλιστα και διάφορα πνευματικά του παιδιά πού έρχονταν γι’ αυτόν τον λόγο. Στην συνέχεια χειρουργήθηκε από σκωληκοειδίτιδα και κήλη. Οι περιπέτειες της υγείας του δεν τελείωσαν.

Προέκυπταν ουρολοιμώξεις, το σώμα του πλήγιασε, είχε αιμορραγίες και όλα αυτά τα υπέμενε αδιαμαρτύρητα. Επειδή οι πόνοι του ήταν αβάστακτοι κρατούσε ένα λαστιχένιο μπαλάκι στην παλάμη του και το έσφιγγε για να μην δείχνει ότι πονάει. Από το σφίξιμο, τελικά, η παλάμη του σάπισε και χρειάστηκε ειδική περιποίηση για να κλείσει η πληγή. Όσο πλησίαζαν οι μέρες προς το τέλος του, μάς προειδοποιούσε για αυτό παίρνοντας την στάση του νεκρού με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος. Στις 4 Μαρτίου 1988 παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο πού τόσο αγάπησε. Η σορός του μεταφέρθηκε στον Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας, την οποία έκτισε και η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονα χοροστατούντος του μητροπολίτου πρώην Κεφαλληνίας Προκοπίου. Τότε κατά το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν…» πραγματοποιήθηκε ένα τελευταίο αξιοθαύμαστο γεγονός . Όταν πήγε ο μητροπολίτης να τον ασπαστεί, ο Γέροντας του πρότεινε το χέρι και εκείνος το ασπάστηκε. Το ίδιο έκανε και στο μοναχό Ζωσιμά. Άλλο θαυμαστό γεγονός ήταν ότι ενώ έκλαιγαν πάνω από το σώμα του ο γέροντας κούνησε το δακτυλάκι του. Επίσης μια κοπέλα που ήταν σκυμμένη πίσω από το φέρετρο ακριβώς πίσω από το κεφάλι του γέροντα άκουσε τη φωνή του να λέει “Εδώ μέσα δεν κλαίνε! Είναι εκκλησία”. Ο λαιμός του ήταν ζεστός.

Ο τάφος του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος στην Πεντέλη και αποτελεί πόλο έλξης πολλών ταλαιπωρημένων ψυχών. Πολλοί προσέρχονται με βαθιά πίστη και έχουμε μαρτυρίες πολλών θαυματουργικών επεμβάσεων του Γέροντα σε ποικίλα προβλήματα. Ο μοναχός Ζωσιμάς έχει γράψει το βίο του σε βιβλίο (Α’ Τόμος) και πάρα πολλά θαύματα που βίωσε ο κόσμος παραθέτονται μέσα στου Τόμους Β’- Ε'.


“Το νεόφωτον άστρον Χριστού της πίστεως,
το διαλάμψαν αρτίως εν τη Πεντέλη αυγαίς,
συμπαθείας και αγάπης προς τους κάμνοντας,
και κατευθύνσεως ψυχών προς λιμένα ουρανών,
τιμήσωμεν κατά χρέος φωσφόρων Σίμωνα,
ύμνοις αυτού πρεσβείας εξαιτούμενοι”









Πηγές: 1) http://vatopaidi.wordpress.com
2) Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης - Η Ζωή και το Έργο του (Α' Τόμος - μοναχού Ζωσιμά)
3) http://clubs.pathfinder.gr
4) http://www.rel.gr